Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που δεν διαθέτει υπόγειες αποθήκες φυσικού αερίου. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να διατηρεί την πολυτέλεια καθυστέρησης, επανεξέτασης και τελικά ματαίωσης στην υλοποίηση ενός έργου που σχεδιάστηκε το 2011, δρομολογήθηκε ο διαγωνισμός για την ανάπτυξή του από το ΤΑΙΠΕΔ το 2018 και ξεκίνησε με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος τον Ιούνιο του 2020. Πέρασε ολόκληρη ενεργειακή κρίση (είναι πιθανό να επανέλθει) και ο διαγωνισμός δεν προχώρησε. Την περασμένη Παρασκευή κηρύχτηκε άγονος.
Καθοριστικές για το «ναυάγιο» του διαγωνισμού ήταν δύο κινήσεις. Η μια ήταν η απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, η οποία επικαλούμενη την προστασία των καταναλωτών περιόριζε στο 50% και μέγιστο ποσό ανάκτησης τα 160 εκ. ευρώ από τα 314 εκ. που ήταν το κόστος του έργου. Παράλληλα η ΡΑΕ δεν ενέκρινε τα συνοδευτικά έργα που πρότεινε ο ΔΕΣΦΑ (το 2020) ύψους 420 εκ. ευρώ, λέγοντας ότι είναι λίγα (ξεπερνούν σε σημερινές τιμές τα 600 εκ.). Και οι δύο κινήσεις κρίθηκαν επιζήμιες για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, αν και ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και επιδιώξεις, χωρίς να ευθύνεται η ΡΑΕ και για τις δύο.
Η επαναπροκήρυξη
Πλέον η σχεδόν βέβαιη επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού είναι βέβαιο, ότι θα περιλαμβάνει περισσότερη κρατική ή κοινοτική χρηματοδότηση και καλύτερους όρους ανάκτησης του εσόδου για τους επενδυτές. Αν δεν συμβεί το τελευταίο πολύ απλά δεν έχει λόγο να βγει στον αέρα νέος διαγωνισμός, καθώς κανείς δεν θα ενδιαφερθεί. Να θυμίσουμε απλά ότι αν επικρατούσε η σημερινή στάση της ΡΑΕ όταν παίρνονταν οι αποφάσεις για την Ρεβυθούσα (είχε αποφασιστεί ανάκτηση 95%), το πιθανότερο είναι να μην είχε δημιουργηθεί η συγκεκριμένη υποδομή και η χώρα να βρίσκονταν πλήρως ακάλυπτη στην ενεργειακή κρίση που μεσολάβησε.
Ο νέος διαγωνισμός θα προβλέπει και την παράλληλη ανάπτυξη πολλών νέων συνοδευτικών έργων, ύψους άνω των 600 εκ. ευρώ, η ολοκλήρωση των οποίων θα ωφελήσει πολλαπλός τον ΔΕΣΦΑ. Αν η ΡΑΕ εγκρίνει τα συνοδευτικά έργα, θα ενταχθούν στην ρυθμιζόμενη περιουσιακή βάση του ΔΕΣΦΑ, άρα θα έχει μεγαλύτερα έσοδα, από το νέο αυξημένο wacc, σημείο τριβή μεταξύ του διαχειριστή και της ανεξάρτητης αρχής.
Επιπλέον ο νέος διαγωνισμός μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την μετατροπή τόσο του χώρου αποθήκευσης όσο και των συνοδευτικών αγωγών, σε κατάλληλους και για την υποδοχή και φύλαξη υδρογόνου.
Η επιτυχία του νέου εγχειρήματος θα κριθεί από την ταχύτητα με την οποία θα κινηθεί στο θέμα, τόσο η νέα κυβέρνηση, όσο και η διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ.
Το κόστος
Αν σήμερα λειτουργούσε η αποθήκη της Καβάλας, το κόστος αποθήκευσης και μεταφοράς, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, δεν θα ξεπερνούσε το 0,5 ευρώ/MWh. To κόστος αποθήκευσης στην Ιταλία και μεταφοράς του στο ελληνικό σύστημα συνεπάγεται ένα κόστος της τάξης των 3 ευρώ/MWh.
Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι το κόστος αποθήκευσης στην Ιταλία θα φτάσει τα 135 εκ. ευρώ από τα οποία τα 80 εκ. ευρώ θα τα δανειστεί ο ΔΕΣΦΑ.
Εκτός από το δανεισμό, ο ΔΕΣΦΑ θα αξιοποιήσει και μέρος των εσόδων του από την προσαύξηση της τιμής εκκίνησης των δημοπρασιών LNG του 2022 για τα slots στη Ρεβυθούσα, καθώς επίσης και έσοδα που εισπράττει λόγω προσαύξησης της οριακής τιμής από τις δημοπρασίες για δέσμευση μεταφορικής ικανότητας για την περίοδο από Σεπτέμβριο 2022 έως τέλη Σεπτεμβρίου 2023. Ο νόμος προβλέπει ότι ο Διαχειριστής θα αποπληρωθεί σταδιακά μέσα στην επόμενη 5ετία. Για την μεταφορά των κεφαλαίων αυτών λαμβάνει αποζημίωση 0,5%, η οποία θα καταβάλλεται στο τέλος κάθε έτους ξεκινώντας από το 2023 μέχρι και το 2027.
Η ιστορία της αποθήκης
Το υποθαλάσσιο κοίτασμα της Ν. Καβάλας ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο πλαίσιο των ερευνών και των γεωτρήσεων της ευρύτερης περιοχής του Πρίνου. Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος ξεκίνησε το 1981 και το μέγιστο της παραγωγής του έφθασε τα 250.000 κυβικά μέτρα/ ημέρα την περίοδο 1989-1991. Η παραγωγή ήταν προσαρμοσμένη στις ανάγκες του τοπικού εργοστασίου λιπασμάτων της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχαν υποδομές και αγορά φυσικού αερίου στην Ελλάδα.
Οι πρώτες συζητήσεις για αξιοποίηση του, ως αποθήκης φυσικού αερίου, ξεκίνησαν το 2010 μεταξύ υπουργείου Ενέργειας και Εnergean Oil, η οποία διαθέτει άδεια εκμεταλλεύσεως βάσει σύμβασης παραχώρησης με το ελληνικό Δημόσιο από το 1999 που τα κοιτάσματα Πρίνου και Ν. Καβάλας παραχωρήθηκαν στην Kαβάλα Οϊλ.
Οι πρώτες μελέτες, ωστόσο, είχαν γίνει στις αρχές του 2000 από την πολυεθνική Shell για λογαριασμό της ΔΕΠΑ, οι οποίες όμως έδειξαν ότι η ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου δεν μπορεί να στηρίξει το έργο της αποθήκευσης αερίου εμπορικά. Το πρώτο σχέδιο για την αξιοποίηση και τη μετατροπή του κοιτάσματος σε αποθήκη αερίου καταρτίστηκε από την Εnergean και στηρίχθηκε σε μελέτη που εκπονήθηκε από την Technip/Genesis. Το σχέδιο αναφερόταν σε επενδύσεις 350-400 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία αποθήκης που θα μπορούσε να διοχετεύει στο εθνικό σύστημα φυσικού αρείου περί τα 7 εκατ. κ.μ. αερίου.
Μία ακόμη μελέτη πραγματοποιήθηκε από το υπουργείο Ενέργειας υπό την εποπτεία της κ. Σοφίας Σταματάκη, ως προέδρου τότε της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ). Η μελέτη αυτή παρουσιάστηκε στη Βουλή το 2011 και πάνω σε αυτή ξεκίνησαν εκ νέου οι συζητήσεις για την υπόγεια αποθήκη.
Σήμερα στην Ευρώπη λειτουργούν 142 οργανωμένες αποθήκες φυσικού αερίου με συνολική αποθηκευτική ικανότητα που φθάνει τα 107,6 δισ. κυβικά μέτρα. Με δεδομένο ότι η ετήσια κατανάλωση φ.αερίου στον ευρωπαϊκό χώρο το 2021 έφθασε τα 400 δισ. κυβ. μέτρα οι λειτουργούσες σήμερα υπόγειες αποθήκες φ.αερίου καλύπτουν μόνο το 25% της κατανάλωσης και θεωρούνται μάλλον ανεπαρκείς στο να αντιμετωπίσουν μια κρίση διαρκείας μερικών μηνών στην περίπτωση που σταματήσει αίφνης η ροή Ρωσικού φ.αερίου.