Μέσω συστηματικής προαγοράς -σε χαμηλές τιμές- καυσίμων για ηλεκτροπαραγωγή αλλά και δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων θα μπορούσε η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου να εξοικονομήσει έως και 15% του συνολικού κόστους παραγωγής, υποστηρίζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Αντί αυτών των προαγορών, υποστηρίζει το Συμβούλιο, η ΑΗΚ επαναπαύεται στη μετακύλιση αυτού του πρόσθετου κόστους (λίπους) στους καταναλωτές.
Ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Μιχάλης Περσιάνης, σε σημείωμα του προς τη Βουλή παραθέτει στοιχεία για την πρακτική μετακύλισης του κόστους ρύπων και καυσίμων στον καταναλωτή αλλά και τη μεθοδολογία που εφάρμοσε για να καταλήξει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα.
Όπως υποστηρίζει, εάν η Αρχή προχωρούσε σε προαγορά καυσίμων όταν οι τιμές ήταν σε πιο χαμηλά επίπεδα, θα υπήρχαν εξοικονομήσεις της τάξης των €58 εκατ. ετησίως. Στην περίπτωση των ρύπων, εάν αυτοί αγοράζονταν στη χαμηλότερη τιμή που καταγράφηκε φέτος, οι εξοικονομήσεις για την ΑΗΚ θα ήταν έως €121 εκατ.
Η ΑΗΚ προστατεύει τον εαυτό της
Όπως υποστηρίζει ο κ. Περσιάνης, οι οργανισμοί που βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής τους υιοθετούν μέτρα για να προστατευτούν από την αβεβαιότητα. Στην περίπτωση της ΑΗΚ, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, ο συγκεκριμένος κίνδυνος σχετίζεται πρωτίστως με τις διακυμάνσεις στις τιμές πετρελαίου και ρύπων.
Παράλληλα, σημειώνει πως τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν αφορούν την προαγορά πετρελαίου ή ρύπων, βάσει στρατηγικής διαχείρισης ρίσκου, αλλά και με την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, τα οποία θα προστατεύουν τους ισολογισμούς του οργανισμού. «Δυστυχώς, η ΑΗΚ προστατεύει τον εαυτό της από την όποια αύξηση ή μείωση στις συγκεκριμένες τιμές με ένα και μοναδικό τρόπο. Και αυτός είναι να μεταφέρει στον καταναλωτή το αυξημένο κόστος», σημειώνει. Σύντομα, ο Πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου θα συναντηθεί με τη ΡΑΕΚ και την ΑΗΚ για να συζητήσουν το θέμα.
Οι εξοικονομήσεις από τα καύσιμα
Αναλυτικά για τα καύσιμα, υποστηρίζει πως το συνολικό κόστος τους φέτος για τις ανάγκες της ΑΗΚ υπολογίστηκε στα €558 εκατ. ευρώ, στη βάση της τιμής που ίσχυε διεθνώς κατά τον Απρίλιο του 2023 (μέση τιμή για τον μήνα: 84.6 δολάρια/βαρέλι). Σύμφωνα με τα στοιχεία, το μέσο κόστος για το 2024 για το πρώτο δεκάμηνο κυμάνθηκε περίπου 3.2% χαμηλότερα σε σχέση με την εκτίμηση, ενώ η διάμεση τιμή καυσίμου για την ίδια περίοδο κυμάνθηκε 2.9% χαμηλότερα σε σχέση με τον προϋπολογισμό (82.15 δολάρια).
«Από τη διακύμανση των τιμών του πετρελαίου και με την Στρατηγική της Τυχαίας Αγοράς, πρέπει να αναμένεται εξοικονόμηση περίπου 20 εκατ. ευρώ έναντι του προϋπολογισμού για το 2024, ούτως ή άλλως» προστίθεται.
Όπως αναφέρει, η χαμηλότερη τιμή για το έτος κινήθηκε σε επίπεδα χαμηλότερα της τιμής που εκτιμήθηκε στον προϋπολογισμό κατά 10.36%, το οποίο είναι και το μέγιστο δυνητικό όφελος αν είχε ακολουθηθεί πολιτική αντιστάθμισης ρίσκου. Συνεπώς, υποστηρίζει, αν η αγορά καυσίμων είχε ολοκληρωθεί (για μελλοντική παράδοση) στην χαμηλότερη τιμή του α΄ δεκαμήνου, τότε η εξοικονόμηση (με σταθερούς όγκους αγορών καυσίμων) θα μπορούσε να είχε ανέλθει μέχρι και στο 10.36% ή 58 περίπου εκατ. ευρώ (μέγιστη δυνητική εξοικονόμηση) όσον αφορά στο κόστος καυσίμων του οργανισμού.
€121 εκατ. λιγότερα από ρύπους
Σε σχέση με τους ρύπους, όπως αναφέρει στη μελέτη του το Δημοσιονομικού Συμβουλίου, η αγορά τους για τους εννέα μήνες του έτους κινήθηκε σε τιμές χαμηλότερες κατά 14% σε σχέση με πέρσι, κυρίως λόγω της μειωμένης τιμής ανά τόνο στο χρηματιστήριο ρύπων, η οποία οφείλεται στην υπερπροσφορά δικαιωμάτων, λόγω της αναιμίας που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Επιπρόσθετα, τονίζει πως παρά την προαγορά των ρύπων στις σχετικές δημοπρασίες, τα διαθέσιμα στοιχεία από τη συγκεκριμένη αγορά δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, καθώς η Αρχή έχει προχωρήσει κατά τη διάρκεια του έτους σε αγορές που αντιστοιχούν σταθερά στο 0.3% της κάθε δημοπρασίας.
«Μόνο μία φορά (από τις περίπου 150 πράξεις μεταξύ 1/1 και 5/11), στις 29 Αυγούστου, εντοπίζεται απόκλιση από τους σταθερούς όγκους αγορών. Στην απόλυτη απουσία οποιασδήποτε άλλης πληροφόρησης, τα στοιχεία από τις ίδιες τις αγορές οδηγούν στην εκτίμηση πως μόνο μία φορά συνέβη κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια του 2024, όταν κατά την πιο πάνω ημερομηνία αγοράστηκε από την ΑΗΚ το 1.5% της έκδοσης (σ.σ. δηλαδή ποσότητα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, εν είδει προαγοράς)» υπογραμμίζει.
Αναφέρει επίσης ότι δεν γίνεται αποδεκτό το επιχείρημα πως η αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων τυγχάνει ουσιαστικής διαχείρισης πέρα από την πρακτική «buy-as-you-pollute», αφού απόκλιση από την εν λόγω πρακτική καταγράφηκε από τις αγορές μόνο μία φορά. «Η συγκεκριμένη αγορά αποτελεί το 3.8% της συνολικής δαπάνης, ύψους €84 περίπου εκατ. μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων από την ΑΗΚ» τονίζεται.
Ο κ. Περσιάνης προχωρά και ένα βήμα παρακάτω, αφήνοντας αιχμές πως η προαγορά των ρύπων έγινε τυχαία, καθώς κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία η τιμή βρισκόταν 7.9% υψηλότερα της μέσης ετήσιας τιμής μέχρι σήμερα, και, κυρίως, 7.3% υψηλότερα από τη μέση τιμή του έτους μέχρι την ημέρα αγοράς.
«Η συγκεκριμένη τιμή ήταν, μάλιστα, 40.4% υψηλότερη από το χαμηλότερο σημείο του έτους, ενώ από τα τέλη Αυγούστου και στη συνέχεια, οι τιμές παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα εκείνου που καταγράφηκε κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία, χωρίς όμως να σημειώνουμε οποιανδήποτε απόκλιση από την συνήθη τάση αγοράς δικαιωμάτων ρύπων, η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα πως η αγορά δικαιωμάτων συνεχίζει να ακολουθεί την πρακτική της τυχαίας εξασφάλισης χωρίς οποιανδήποτε διαχείριση του κόστους».
Ταυτόχρονα, επισημαίνει, πως λόγω των χαμηλών τιμών των ρύπων η ΑΗΚ θα έχει εξοικονόμηση στο κόστος αγοράς 25%, τονίζοντας πως εάν οι ρύποι αγοράζονταν στη χαμηλότερη τιμή τότε η εξοικονόμηση θα ήταν της τάξης του 44%, δηλαδή €121 εκατ.
Θα μπορούσε να γλιτώσει περισσότερα
«Με ένα απλοϊκό σενάριο αγοράς δικαιωμάτων («Σενάριο Ελάχιστης Διαχείρισης») όταν υπήρχε εμφανής τάση μείωσης των τιμών (πχ μεταξύ 8/2 και 9/4 και μεταξύ 30/9 και 14/10, με την τιμή στο δεύτερο επεισόδιο να είναι υψηλότερη από το πρώτο), η ετήσια εξοικονόμηση θα μπορούσε να ήταν 4% επιπλέον από την εξοικονόμηση που αναμένεται στη βάση της «Στρατηγικής της Τυχαίας Αγοράς» (buy-as-you-pollute). Συνολικά ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να αποφέρει εξοικονομήσεις πέραν του 30% επί ποσού που καταγράφεται στον προϋπολογισμό της Αρχής για το 2024» συμπληρώνεται.
Σύμφωνα με τον κ. Περσιάνη, η εξοικονόμηση του 4% λόγω της προαγοράς των ρύπων είναι μικρή, προσθέτοντας πως «στη βάση άλλων προκαταρκτικών σεναρίων πιο «δραστήριας» διαχείρισης, η εξοικονόμηση μπορεί να φτάσει στα 84 εκατ. ευρώ, ή 34.6% του κόστους που προβλέπεται στον προϋπολογισμό. Μια τέτοια, απλοϊκή, στρατηγική, θα μπορούσε να επιφέρει επιπλέον εύκολη μείωση κόστους επιπλέον 2%, ή 5 εκατ. ευρώ, περίπου. Οι δε εξοικονομήσεις θα είναι σαφώς σημαντικά υψηλότερες κατά τα έτη στα οποία οι τιμές στις σχετικές δημοπρασίες θα ακολουθούν την διαχρονική τάση, όπως αναμένεται για την περίοδο 2025-2027».
Καταλήγοντας, σημειώνει πως με μια πιο στοιχειώδη στρατηγική που να αποκλίνει από την σημερινή στρατηγική της τυχαίας αγοράς, πρέπει να αναμένεται μείωση του κόστους κατά €10 εκατ. που είναι το απόλυτο ελάχιστο, με το δυνητικό όφελος να είναι πολλαπλάσιο σε περίπτωση πιο σοβαρής στρατηγικής και πιο ομαλής συμπεριφοράς της αγοράς.
Για φέτος, οι εκπομπές ρύπων θα ανέλθουν σε 3.11 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα, σε σχέση με 3.31 εκατ. τόνους το 2023.
Πηγή: Φιλελεύθερος