Mε την αγορά ενέργειας να βιώνει μία περίοδο έντονων αναταράξεων και τις τιμές χονδρικής στο ρεύμα να παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις στην Ελλάδα, η αναβάθμιση των υποδομών (μεγέθυνση ηλεκτρικού χώρου, ενίσχυση των διασυνδέσεων), οι παρεμβάσεις αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας και η επιτάχυνση αξιοποίησης τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες), αποτελούν τους παράγοντες που θα συμβάλλουν στην σταθεροποίηση της αγοράς και την πτώση των τιμών.
Η Λιάννα Κωνσταντίνου, ενεργειακή αναλύτρια Νοτιοανατολικής Ευρώπης της Aurora Energy Research, εξηγεί στο energymag.gr τις ανορθογραφίες του target model, τις ανισορροπίες και ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγορά ενέργειας, σκιαγραφεί τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ενώ «βλέπει» πτώση των τιμών φυσικού αερίου μακροπρόθεσμα.
Παράλληλα, επισημαίνει πως «η Ελλάδα αναμένεται να δύναται να καλύψει πάνω από το 60% της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ μέχρι το 2030».
«Χαμηλότερες τιμές στο ρεύμα από το 2026»
Ποιες οι κυριότερες αιτίες των υψηλών τιμών στο ρεύμα στην ελληνική χονδρεμπορική αγορά; Φταίνε μόνο το Χρηματιστήριο Ενέργειας και το target model για τις υψηλές διακυμάνσεις που παρουσιάζουν οι τιμές, ιδιαίτερα στην ελληνική αγορά;
Αρχικά, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το Χρηματιστήριο Ενέργειας είναι υπεύθυνο για την λειτουργία του συστήματος συναλλαγών του ημερήσιου ενεργειακού προγραμματισμού. Δεν ρυθμίζει τις προσφορές που υποβάλλουν οι συμμετέχοντες στην αγορά και ως εκ τούτου δεν καθορίζει με τρόπο επεμβατικό ή κερδοσκοπικό τις τιμές στην ελληνική αγορά.
Αναφορικά με το target model, o βασικός σκοπός του είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω αφενός μεν της πρόσβασης των συμμετεχόντων σε περισσότερες αγορές και αφετέρου η μεγαλύτερη σύγκλιση των τιμών της ελληνικής αγοράς με τις γειτονικές χώρες. Συνεπώς, επί της αρχής εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες και δεν θα πρέπει να συνδέεται apriori με τις χαμηλές/υψηλές τιμές στην ελληνική αγορά.
Σχετικά με το ζήτημα της εξέλιξης των υψηλών τιμών στην ελληνική αγορά ενέργειας, η ανάλυση της Aurora Energy Research δείχνει ότι βραχυπρόθεσμα (2025-2030) οι τιμές επηρεάζονται κυρίως από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου. Οι τελευταίες επηρεάζονται από μεταβολές στην εφοδιαστική αλυσίδα του φυσικού αερίου, την εποχική ζήτηση καθώς και από γεωπολιτικούς παράγοντες με συνέπεια να αυξομειώνουν τα λειτουργικά κόστη των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο. Με δεδομένη την διακοπτόμενη λειτουργία των μονάδων ΑΠΕ, οι μονάδες αερίου τείνουν να ασκούν ανοδικές πιέσεις στην τιμή της αγοράς χονδρικής. Φυσικά, το target model αποζημιώνει το σύνολο των παραγωγών βάσει της ακριβότερης τεχνολογίας στην αξιολογική κατάταξη (merit order), που είναι το φυσικό αέριο, αλλά εν τέλει οι έντονες διακυμάνσεις των τιμών του τελευταίου είναι η θεμελιώδης αιτία της έντονης μεταβλητότητας των τιμών της αγοράς. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να τεθεί ο προβληματισμός του κατά πόσο θα μπορούσε να τροποποιηθεί ο μηχανισμός του target model, ώστε να περιορίζονται οι υψηλές τιμές σε περιόδους υψηλών τιμών φυσικού αερίου.
Ταυτόχρονα, η ελληνική αγορά εμφανίζει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης ΑΠΕ, στην Ευρώπη, με κύρια την τεχνολογία των φωτοβολταϊκών. Στην περίπτωση της Ελλάδος όμως, το μεγαλύτερο μέρος της εν λειτουργία ισχύος, επιδοτείται και μέρος της «φθηνής πράσινης» παραγωγής εξάγεται εν τέλει σε γειτονικές χώρες (κυρίως στην Ιταλία, η οποία είναι ακριβότερη αγορά από την ελληνική). Το στοιχείο αυτό δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να εκμεταλλευτεί πλήρως τις χαμηλές τιμές των ΑΠΕ, γεγονός που επίσης εξηγεί τις συνολικά υψηλές τιμές της αγοράς. Προφανώς ούτε αυτό συνδέεται με την λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, αλλά ούτε και με τους σκοπούς του target model.
«Κίνητρα στους καταναλωτές, διμερείς συμφωνίες, μείωση γραφειοκρατίας»
Γίνεται συχνά λόγος για τις επενδύσεις στην επέκταση των δικτύων και στην αποθήκευση ενέργειας. Με δεδομένο πως αυτά απαιτούν χρόνο, ποιες παρεμβάσεις κρίνετε αναγκαίες, εντός του υφιστάμενου πλαισίου της ΕΕ, για να ισορροπήσει η αγορά ενέργειας;
Η εξισορρόπηση της ενεργειακής αγοράς στο πλαίσιο της ΕΕ χρήζει στοχευμένων παρεμβάσεων, δεδομένου ότι οι επενδύσεις στην επέκταση των δικτύων και της αποθήκευσης ενέργειας μέσω μπαταριών, αν και κρίσιμες, απαιτούν χρόνο για να τεθούν σε λειτουργία και να αποδώσουν, με αποτέλεσμα αρκετές περιοχές της Ευρώπης να υποβάλλονται σε περικοπή της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ (renewables curtailment), με συνακόλουθη τη σπατάλη πλεονάζουσας πράσινης ενέργειας.
Αρχικά, μέσα από μηχανισμούς διαχείρισης της ζήτησης (demand-side response), δύναται να τονωθεί η αποδοτικότητα της αγοράς, μέσω της παροχής κινήτρων σε καταναλωτές ώστε να προσαρμόζουν την κατανάλωση ενέργειας, αναλόγως των συνθηκών του εκάστοτε δικτύου.
Καθοριστικό ρόλο δύνανται να διαδραματίσουν και οι διμερής συμφωνίες αγορών ενέργειας (Power Purchase Agreements – PPAs), μέσω της σταθερότητας που προσφέρουν, καθώς περιορίζουν την εξάρτηση από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς.
Παράλληλα, η αντιμετώπιση της χρονοβόρας γραφειοκρατίας μέσω απλοποίησης κι επιτάχυνσης των αδειοδοτικών διαδικασιών σε έργα ΑΠΕ, μεγέθυνσης της χωρητικότητας του δικτύου, κι αποθήκευσης, κρίνονται απαραίτητες για τη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών. Τα μέτρα αυτά προσφέρουν πιο άμεσες λύσεις, ακολουθούμενα από επεκτάσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα και σε τεχνολογίες αποθήκευσης, οι οποίες θα διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος.
«Οι εξαγωγές LNG θα ρίξουν το κόστος του αερίου μετά το 2025»
Ποια η πρόβλεψή σας για τις τιμές του φυσικού αερίου το 2025, δεδομένης της γεωπολιτικής αστάθειας που επικρατεί;
Σύμφωνα με την Aurora, το φυσικό αέριο αναμένεται να αντιμετωπίσει αυξανόμενο λειτουργικό κόστος στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (περίπου 40€ ανά MWh), δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων, του έντονου καύσωνα στις περιοχές της Ασίας και της Νότιας Ευρώπης, καθώς και των απροσδόκητων διακοπών σε ορισμένες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Μετά το 2025, η ενδυνάμωση της εξαγωγής LNG αναμένεται να αρχίσει να διατηρεί τις τιμές σε πιο χαμηλά επίπεδα.
«Ώριμη και ανταγωνιστική αγορά ΑΠΕ η Ελλάδα, αναδυόμενη δύναμη η Σερβία»
Θεωρείτε πως η ελληνική αγορά των ΑΠΕ έχει απωλέσει την ανταγωνιστικότητά της; Έχει κορεστεί; Ποια η διαφορά της σε σχέση με την ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά ΑΠΕ της Σερβίας;
Οι αγορές ΑΠΕ της Ελλάδας και της Σερβίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αμφότερες προσφέρουν προοπτικές ανάπτυξης κι ελκυστικότητα για επενδύσεις, αλλά την ίδια στιγμή εμφανίζουν διαφορές ως προς το βαθμό ωριμότητας και τις προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες.
Η Ελλάδα ξεχωρίζει ως μια εκ των πιο ώριμων κι ανταγωνιστικών αγορών ΑΠΕ στην περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης, δεδομένης της ιδιαίτερης στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της και των κλιματικών πλεονεκτημάτων της. Προκειμένου να μην απωλεθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς και να αποφευχθεί ο κορεσμός της απαιτείται η συνέχιση των δυναμικών προσπαθειών τόνωσης της αγοράς ΑΠΕ.
Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη πράσινων έργων σε πρώην λιγνιτικές περιοχές, ο υπερκερασμός θεσμικών και γραφειοκρατικών εμποδίων, η συνέχιση των δημοπρασιών Feed-in-Premium, οι επενδύσεις σε συστήματα μπαταριών (BESS), η προώθηση έργων ενίσχυσης της διασύνδεσης με γειτονικές χώρες, αλλά και των νησιών της Ελλάδος με την ηπειρωτική χώρα, είναι ορισμένα από τα μέσα περαιτέρω ανάδειξης της δυναμικής της ελληνικής αγοράς.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική αγορά προσελκύει επενδυτές που βλέπουν σταθερές αποδόσεις, ειδικά για ηλιακά έργα, τα οποία προσφέρουν πιο ισχυρό επενδυτικό προφίλ στο βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, σε σύγκριση με την Σερβία. Συγχρόνως, η Ελλάδα πρόκειται για ανερχόμενη αγορά στα Βαλκάνια όσον αφορά στις εταιρικές συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (PPAs), τάση που αρχίζει να την καθιστά ακόμη πιο ελκυστική.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Aurora, μέχρι το 2030, η Ελλάδα αναμένεται να δύναται να καλύψει πάνω από το 60% της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, ενισχύοντας τη θέση της ως ώριμη αγορά με μακροχρόνιες προοπτικές.
Από την άλλη, η Σερβία αποτελεί μια αναδυόμενη αγορά στον τομέα των ΑΠΕ, με έντονους ρυθμούς ανάπτυξης και σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Αν και η συμμετοχή των ΑΠΕ στη συνολική παραγωγή ενέργειας είναι μικρότερη σε σχέση με την Ελλάδα, η Σερβία θέτει φιλόδοξους στόχους, όπως η κάλυψη του 45% της ζήτησης από ΑΠΕ μέχρι το 2030. Η επιτυχία πρόσφατων δημοπρασιών που πρόσθεσαν 715 MW νέας ισχύος και οι βελτιώσεις στο οικονομικό προφίλ της αιολικής και ηλιακής ενέργειας καθιστούν τη χώρα ολοένα και πιο ελκυστική για επενδύσεις, ιδιαίτερα σε νέες τεχνολογίες.
Ωστόσο, η συνδεσιμότητα των ΑΠΕ στο δίκτυο παραμένει κρίσιμη πρόκληση για τη χώρα, με περιορισμούς στη δυνατότητα ενσωμάτωσης νέων έργων. Η εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων, όπως η ανακατανομή της δυναμικότητας και η συμμετοχή τρίτων μερών, είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της ανάπτυξης.
Συνολικά, η Ελλάδα προσφέρει την σταθερότητα μιας πιο ώριμης αγοράς με καθιερωμένες δομές και δυνατότητες, ενώ η Σερβία διαθέτει αναπτυξιακή δυναμική που προσελκύει επενδυτές που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις σε ταχέως εξελισσόμενα περιβάλλοντα. Και οι δύο χώρες προβλέπεται να ξεπεράσουν το 60% ΑΠΕ στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2030, καθιστώντας τες σημαντικούς παίκτες στη βιώσιμη ενεργειακή μετάβαση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.