Φθηνότερη κατά 30% είναι η θέρμανση με πετρέλαιο για την φετινή σεζόν σε σχέση με την κατανάλωση με φυσικό αέριο, σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία της ετήσιας συγκριτικής μελέτης του ΕΜΠ και του ΕΚΕΤΑ για το κόστος θέρμανσης ανά τεχνολογία με βάση τις λιανικές τιμές Δεκεμβρίου για καύσιμα και ρεύμα. Η «υπεροχή» του φυσικού αερίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην γενναία –μέχρι στιγμής- επιδότηση του πετρελαίου θέρμανσης από το Δημόσιο και την εκπτωτική πολιτική των δυο διυλιστικών ομίλων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, το κόστος για ένα μέσο νοικοκυριό με θερμικές ανάγκες περί τις 4.500 κιλοβατώρες το εξάμηνο Οκτώβριος 2022-Μάρτιος 2023 στην Αθήνα θα διαμορφωνόταν στα 608 ευρώ (χωρίς επίδομα θέρμανσης) με χρήση συμβατικού λέβητα πετρελαίου, ενώ με αυτόνομο σύστημα φυσικού αερίου το αντίστοιχο κόστος για την ίδια περίοδο θα ανερχόταν στα 810 ευρώ. Το ίδιο νοικοκυριό αν δικαιούνταν επίδομα θέρμανσης θα πλήρωνε 398 ευρώ αν θερμαινόταν με πετρέλαιο και 599 ευρώ αν θερμαινόταν με αυτόνομο σύστημα φυσικού αερίου.
Όπως υπογραμμίζουν οι αναλυτές του ΕΜΠ και του ΕΚΕΤΑ, «Η επένδυση από τους οικιακούς καταναλωτές σε κάποια εκ των εναλλακτικών τεχνολογιών θέρμανσης αντί του υφιστάμενου συστήματος θέρμανσης με πετρέλαιο θεωρείται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μια επιλογή που εμπεριέχει πάρα πολύ μεγάλο ρίσκο και ως εκ τούτου οφείλει να αξιολογείται με μεγάλη προσοχή. Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν τα συστήματα αντλιών θερμότητας μεσαίων θερμοκρασιών, ιδίως όταν επρόκειτο για την κάλυψη υψηλών αναγκών θέρμανσης σε ετήσια βάση».
Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα που εξάγεται από τη μελέτη είναι ότι, παρά τις αυξομειώσεις στις αυξήσεις των ενεργειακών προϊόντων λόγω της κρίσης, δεν καταγράφονται ανακατατάξεις στις τεχνολογίες θέρμανσης που είναι οι ακριβότερες αλλά και οι φθηνότερες. Έτσι, οι πιο «τσουχτεροί» τρόποι για να ζεσταθεί ένα νοικοκυριό παραμένουν τα ανοικτά τζάκια και τα συστήματα με ηλεκτρικές αντιστάσεις (όπως π.χ. οι ηλεκτρικοί λέβητες, οι θερμοπομποί, και τα αερόθερμα). Ως πιο ανταγωνιστική τεχνολογία εμφανίζεται η αντλία θερμότητας, η οποία έχει μεν «αρχικό» υψηλό κόστος, αλλά και γρήγορη απόσβεση λόγω της εξοικονόμησης που επιτυγχάνει. Το κόστος θερμικής ενέργειας ανά κιλοβατώρα στις αντλίες θερμότητας –ανάλογα με τον τύπο- κυμαίνεται από 6 έως 10 λεπτά του ευρώ. Η θερμική κιλοβατώρα που προκύπτει από συστήματα φυσικού αερίου κυμαίνεται στα 18-19 λεπτά του ευρώ. Ελαφρά φθηνότερη (17,7 λεπτά) είναι η θερμική κιλοβατώρα του ενεργειακού τζακιού. Ακριβότερη όλων (35,3 λεπτά) είναι η θερμική κιλοβατώρα από ένα «συμβατικό» τζάκι (ανοιχτού θαλάμου), λόγω της χαμηλής του απόδοσης, ενώ σε εξίσου υψηλά επίπεδα (32,6 λεπτά του ευρώ) είναι και το κόστος θέρμανσης με ηλεκτρικές αντιστάσεις, αν με αυτό τον τρόπο ένας καταναλωτής επιλέξει να καλύψει όλες τις ανάγκες του για θέρμανση (4.500 θερμικές κιλοβατώρες) τη χειμερινή περίοδο.
Όσο για το κόστος για ένα μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα που έχει επιλέξει φέτος θέρμανση με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας κυμαίνεται στα ίδια υψηλά επίπεδα με πέρυσι, παρόλο που η ρήτρα αναπροσαρμογής έχει ανασταλεί και δεν εφαρμόζεται από τον Ιούλιο στα κυμαινόμενα τιμολόγια της ΔΕΗ και των λοιπών παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τη μελέτη, «Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι αναλογικές χρεώσεις προμήθειας, σε απόλυτα νούμερα, παρουσιάζονται αυξημένες, συγκριτικά με αυτές που ίσχυαν στα προηγούμενα τιμολόγια, ακόμα και μετά την αφαίρεση της κλιμακωτής επιδότησης ΤΕΜ που χορηγείται από το κράτος. Επιπλέον, έχουν αυξηθεί και οι αντίστοιχες πάγιες χρεώσεις προμήθειας ενώ από τις 31/07/2022 έχει πάψει να ισχύει και η επιπλέον έκπτωση 30% που παρείχε η ΔΕΗ επί των αναλογικών χρεώσεων προμήθειας για τις καταναλώσεις από 05/08/2021 και μετά»
Τα υπόλοιπα συμπεράσματα
Όσον αφορά το ύψος που θα κυμανθεί η τιμή πώλησης του πετρελαίου θέρμανσης για το υπόλοιπο της χειμερινής σεζόν 2022-2023, κομβικό ρόλο θα παίξει η συνέχιση της οριζόντιας κρατικής επιδότησης των 25 λεπτών (συμπερ. ΦΠΑ) που σύμφωνα με τα τωρινά δεδομένα θα παρέχεται μέχρι το τέλος του 2022. Το οικονομικό επιτελείο ανακοίνωσε ότι θα συνεχιστεί «ψαλιδισμένη» κατά 10 λεπτά το λίτρο μέχρι και το τέλος Μαρτίου, διαμορφούμενη στα 15 λεπτά/λίτρο. Παράλληλα, οι εκπτώσεις των διυλιστηρίων από την αρχή της χειμερινής σεζόν συνέβαλαν και αυτές στη διατήρηση της μέχρι τώρα χαμηλής τιμής του πετρελαίου θέρμανσης. Ωστόσο, μετά την ανακοίνωση της τρίτης διαδοχικής παράτασης της συγκεκριμένης επιδότησης, μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου, αυτή εμφανίζεται μειωμένη στο μισό μιας και από 7,50 λεπτά (συμπερ. ΦΠΑ) που ήταν μέχρι πρότινος πλέον ανέρχεται στα 3,75 λεπτά (συμπερ. ΦΠΑ) για το Δεκέμβριο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι δίχως τις δύο παραπάνω επιδοτήσεις, είναι πιθανόν να προέκυπτε μια τιμή για το πετρέλαιο θέρμανσης μεταξύ 1,40 και 1,50 ευρώ/λίτρο.
Το κόστος θέρμανσης με φυσικό αέριο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του μηνιαίου TTF (Title Transfer Facility ή Ταμείο Μεταφοράς Τίτλων). Άλλωστε βάσει αυτού διαμορφώνεται και η οριζόντια επιδότηση που παρέχει η ΔΕΠΑ Εμπορίας στους οικιακούς καταναλωτές. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι το κόστος θέρμανσης μέσω συστημάτων φυσικού αερίου θα είναι ακριβότερο του αντίστοιχου των συστημάτων πετρελαίου (συνήθης λέβητας πετρελαίου) ακόμα και αν η τιμή του τελευταίου καταγράψει αύξηση της τάξης των 20-30 λεπτών κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χειμερινής σεζόν. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το φυσικό αέριο θα μπορούσε να ήταν ανταγωνιστικό μόνο αν συγκρινόταν με έναν παλαιό λέβητα πετρελαίου. ΄
Ταυτόχρονα, η αύξηση της τάξης του 30% στις τιμές ανά κιλοβατώρα του φυσικού αερίου έχει ως αποτέλεσμα οι αντλίες θερμότητας να υπερτερούν ακόμα περισσότερο των τεχνολογιών θέρμανσης φυσικού αερίου, ως προς το κόστος ωφέλιμης θερμικής ενέργειας σε σχέση με πέρυσι. Άλλωστε, το θερμικό κόστος των αντλιών θερμότητας, παρά τη διατήρηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στα περσινά (υψηλά) επίπεδα, συνεχίζει να υπερτερεί του αντίστοιχου που περιγράφει τους συμβατικούς λέβητες πετρελαίου. Μάλιστα, όσο αυξάνονται οι ετήσιες θερμικές ανάγκες, η αντικατάσταση του λέβητα πετρελαίου με μια αντλία θερμότητας μεσαίων θερμοκρασιών μοιάζει με μια όλο και πιο οικονομικά αποδοτική επιλογή σύμφωνα με τα εξαγόμενα έτη απόσβεσης (βλ. Πίνακα 5, σελ. 11).
Τέλος, οι υψηλές αρχικές τιμές διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης (~1,40 €/lt) σε συνδυασμό με την σημαντική αύξηση στις τιμές του φυσικού αερίου, φαίνεται ότι είχαν έμμεσο αντίκτυπο και στα συμβατικά στερεά καύσιμα, όπως είναι τα καυσόξυλα και τα πέλλετ ξύλου, οι τιμές πώλησης των οποίων παρουσιάζουν σήμερα ραγδαία άνοδο της τάξης του 45% και 85% (συγκριτικά με τη σεζόν 2021-2022), αντίστοιχα.