Μενού Ροή
Μισθοί: Tα σήματα της αγοράς μετά την αύξηση - SOS για μισθολογικό κόστος και ενέργεια

Ζητήματα παράπλευρης στήριξης θέτουν οι φορείς της αγοράς μετά τις αποφάσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού εστιάζοντας στα θέματα του μη μισθολογικού αλλά και του ενεργειακού κόστους.

Η Κεντρική 'Eνωση Επιμελητηρίων

H Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος είναι σύμφωνη με τη σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, την οποία ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Σχετικό αίτημα, μάλιστα, είχε καταθέσει η ΚΕΕ προς την Κυβέρνηση, το προηγούμενο διάστημα αναφέρει σχετική ανακοίνωση που σημειώνει ότι:

"H ΚΕΕ κρίνει θετικά τη συνολική αύξηση κατά 10%, καθώς ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 713 €, ενώ η προσαρμογή της αύξησης στις τριετίες θα ενισχύσει τα νοικοκυριά. Aν και οι επιχειρήσεις επωμίζονται επιπλέον κόστος, η επόμενη μέρα θα τις βρει περισσότερο ανταγωνιστικές, καθώς η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών θα έχει ως αποτέλεσμα την τόνωση της αγοράς.

Ταυτόχρονα, η επιχειρηματική κοινότητα αναμένει τα μέτρα στήριξης για μείωση του ενεργειακού κόστους και μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, μέτρα για τα οποία η Κυβέρνηση κρατά στη φαρέτρα της. H σχετική παρέμβασή θα έχει αντίκτυπο στις τελικές τιμές των προϊόντων, προς όφελος της αγοράς και της ιδιωτικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα θα ανακουφιστούν τα νοικοκυριά. Αντιστάθμισμα στο δημοσιονομικό κόστος θα αποτελέσει η αναπτυξιακή πορεία των επιχειρήσεων. Επίσης, οι επιχειρηματίες αναμένουν -αν υπάρξει δημοσιονομικός χώρος- να μειωθούν περαιτέρω οι εργοδοτικές εισφορές, όπως έχει αναφέρει ο πρωθυπουργός. Η κίνηση αυτή θα ωφελήσει επιχειρήσεις και εργαζόμενους."

«Συμφωνούμε με την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία θα ενισχύσει την πραγματική οικονομία και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων», δήλωσε ο Γιάννης Μασούτης, πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.

Οι ΜμΕ

Σε δήλωσή του πάντως ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς αναφερόμενος στον τον κατώτατο μισθό χαρακτηρίζει θετική την κάθε αύξηση ζητώντας όμως κι άλλα μέτρα καθώς δεν αρκεί. “Κάθε παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων-καταναλωτών είναι θετική για την αγορά. Συνεπώς η απόφαση της Κυβέρνησης να επισπεύσει την αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Mαΐου κατά 50 ευρώ από τα 663 στα 713 ευρώ σε 650.000 εργαζόμενους, θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά και θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη.

Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μία δύσκολη για τις επιχειρήσεις, αυτές επωμίζονται ένα επιπλέον κόστος, την ίδια ώρα που η απόφαση αύξησης του κατώτατου μισθού είναι δημοσιονομικά ουδέτερη.

Προφανώς λοιπόν και με δεδομένο ότι η Κυβέρνηση έχει περιθώρια παρέμβασης αναμένουμε το αμέσως επόμενο διάστημα να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και τη περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ώστε η αγορά να μπορέσει να ανταπεξέλθει και τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις.

Σε διαφορετική περίπτωση είναι ορατός ο κίνδυνος εκτίναξης της αδήλωτης εργασίας ή/ και μετακύλισης του κόστους στον καταναλωτή ως ύστατες πράξεις επιβίωσης των επιχειρήσεων”.

Η ΕΣΕΕ

Σε δήλωσή του ο Γιώργος Καρανίκας, Πρόεδρος της ΕΣΕΕ τονίζει ότι “το ελληνικό εμπόριο είναι έτοιμο για ακόμη μία φορά να στηρίξει το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός από την 1η Μαΐου, παρά την άμεση και σημαντική επιβάρυνση στο μισθολογικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων.

Βάσιμη προσδοκία του εμπορικού κόσμου είναι, ότι μέσω της αύξησης στον κατώτατο μισθό, θα διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των πιο ευάλωτων καταναλωτών με θετικές επιπτώσεις στον τζίρο των επιχειρήσεων.

Παράλληλα όμως, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για ακόμα μεγαλύτερη μείωση του μη μισθολογικού κόστους με στόχο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και την μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων

Η ΕΣΕΕ, που υπεύθυνα και έγκαιρα τάχθηκε υπέρ μιας λελογισμένης ενίσχυσης των κατώτατων αποδοχών, υπενθυμίζει πως χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που υποχρεούνται στο εξής να τις καταβάλουν αισθητά αυξημένες - μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές - είναι και αυτές ευάλωτες, με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς.

Πέραν τούτων, ευχόμαστε ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που ο κατώτατος μισθός προσδιορίζεται με κυβερνητική απόφαση, καθώς είναι αναγκαίο η αποφασιστική αρμοδιότητα να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους, μέσα από τη διαβούλευση για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Εν κατακλείδι, η ομπρέλα προστασίας που ανοίγει η ελληνική Πολιτεία πρέπει να είναι κοινή, για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές.”

Το ΒΕΑ

Το Β.Ε.Α έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου μισθού να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα στάσης πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, απολύσεων, αλλά και λουκέτων.

Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 713 ευρώ και του κατώτατου ημερομισθίου στα 31,85 ευρώ, με στόχο την στήριξη των 650.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας. Σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, αυξήθηκε από την 1η Ιανουαρίου κατά 9,7% από 650 ευρώ στα 713 ευρώ.

"Όμως, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η αύξηση του εισοδήματος όσων αμείβονται με τα κατώτατα όρια, σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, με την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη και θα επιστρέψει στην κατανάλωση. Απεναντίας, η μηνιαία ενίσχυση των 50 ευρώ το μήνα, θα χαθεί στην αποπληρωμή του τιμολογίου του ρεύματος, στο κόστος μετακίνησης, αλλά και στην αγορά βασικών ειδών διατροφής" σημειώνει το ΒΕΑ που προσθέτει τα εξής:

"Την ίδια στιγμή επίσης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θα επιβαρυνθούν με επιπλέον μισθολογικό κόστος. Ο κάθε εργοδότης, θα κληθεί να καταβάλει 63 ευρώ επιπλέον, για κάθε εργαζόμενο το μήνα, με αποτέλεσμα έως το τέλος του 2022, να επιβαρυνθεί με 504 ευρώ, ενώ εάν συνυπολογιστεί και η αύξηση από την 1η Ιανουαρίου, η επιβάρυνση φτάνει τα 556 ευρώ έως το τέλος της χρονιάς, σε σχέση με το 2021 (χωρίς να συνυπολογιστούν οι επιπλέον αμοιβές για τον 13ο και 14ο μισθό). Μια μικρομεσαία επιχείρηση με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό για το 2022, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 2.780 ευρώ.

Χιλιάδες ευάλωτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποχρεούνται στο εξής, να καταβάλουν αισθητά αυξημένες αποδοχές στους εργαζομένους τους - μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές.

Το Β.Ε.Α έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου μισθού να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα στάσης πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, απολύσεων, αλλά και λουκέτων. Η εκτόξευση του λειτουργικού κόστους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα είναι δυσβάστακτη για χιλιάδες επιχειρηματίες, εάν η κυβέρνηση δεν συνεχίσει την επιδότηση του ενεργειακού κόστους και δεν προχωρήσει σε νέες παρεμβάσεις για τη μείωσή του, με στόχο την διατήρηση τουλάχιστον των υπαρχουσών θέσεων εργασίας, με την ταυτόχρονη διατήρηση συμβάσεων πλήρους απασχόλησης και όχι την μετατροπή τους σε ευέλικτες μορφές.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας