Παρά τις αυξανόμενες ψυχροπολεμικές εντάσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, το περασμένο έτος το εμπόριο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα σημείωσε επίπεδα-ρεκόρ, διαψεύδοντας τις θεωρίες περί αποδέσμευσης των δύο οικονομιών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, το διμερές εμπόριο έφθασε στα 690,6 δισ. δολ., με τις εξαγωγές των ΗΠΑ στην Κίνα να σημειώνουν αύξηση κατά 2,4 δισ. δολ. στα 153,8 δισ. δολ. Την ίδια στιγμή οι εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά αυξήθηκαν κατά 31,8 δισ. δολ., φθάνοντας στα 536,8 δισ. δολ., σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού Γραφείου Οικονομικών Αναλύσεων.
Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν πως η υποτιθέμενη αποσύνδεση των δύο οικονομιών, η αμοιβαία απεξάρτησή τους δηλαδή σε ευρύ φάσμα τομέων, βρίσκεται περισσότερο στα λόγια στελεχών της Ουάσιγκτον παρά στην πραγματικότητα. Μιλώντας στο CNN ο Νικ Μάρο, κύριος αναλυτής της Economist Intelligence, ανέφερε ότι «οι εφοδιαστικές αλυσίδες τείνουν να επιμένουν στα ίδια και ιδιαιτέρως όσες είναι συνδεδεμένες με την Κίνα». Ο ίδιος διαπιστώνει πως η αμερικανική κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες για να μειώσει την εξάρτηση της εφοδιαστικής αλυσίδας από την Κίνα, αλλά τελικά εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο τις επιχειρήσεις είναι να παραδίδουν εγκαίρως τα προϊόντα τους στους καταναλωτές, και μάλιστα έτσι ώστε να γίνεται η κάλλιστη χρήση του κόστους των δραστηριοτήτων τους. Το αμέσως προηγούμενο ρεκόρ στο διμερές εμπόριο ήταν το 2018, όταν η αξία των συναλλαγών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα έφθασε στα 658,8 δισ. δολ. σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Εκτοτε παραμένουν στη θέση τους οι δασμοί ύψους δεκάδων δισ. δολ. που επέβαλε στις κινεζικές εισαγωγές ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Αντί να ανακαλέσει αυτές τις επιθετικές κινήσεις, ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει εντείνει τον εμπορικό πόλεμο αθόρυβα. Τον Οκτώβριο του 2022 η κυβέρνησή του επέβαλε νέους περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογίας προς την Κίνα, με σκοπό να την εμποδίσει να έχει πρόσβαση σε στρατηγικής σημασίας τεχνολογία και να μην μπορεί, έτσι, να αυξήσει τη στρατιωτική δύναμή της.
Πηγή: kathimerini.gr