Στην Ελλάδα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (χωρίς τον τομέα “χρήσεις γης, αλλαγή χρήσεων γης και δασοπονία”) το 2021 ανήλθαν σε 77,5 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2, παρουσιάζοντας μείωση κατά 25,5% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Εάν συμπεριληφθούν ο τομέας “χρήσεις γης, αλλαγή χρήσεων γης και δασοπονία” και οι διεθνείς αερομεταφορές, οι εκπομπές ανήλθαν σε 74,5 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2, παρουσιάζοντας μείωση κατά 28,5% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Αυτό αναφέρει ειδική ανάλυση της έκθεσης που έδωσε στη δημοσιότητα την Δευτέρα με αφορμή την Γ.Σ. της Τράπεζας της Ελλάδος ο Διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας.
Με βάση την έκθεση, “οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα χωρίς τον τομέα “χρήσεις γης, αλλαγή χρήσεων γης και δασοπονία” το 2021 αντιπροσώπευαν το 74,3% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και μειώθηκαν κατά 31% έναντι του 1990.
Οι εκπομπές μεθανίου και υποξειδίου του αζώτου αντιπροσώπευαν το 14,6% και 4,9% των συνολικών εκπομπών αντίστοιχα και μειώθηκαν κατά 9,6% και 44,3% αντίστοιχα σε σχέση με το 1990. Τέλος, οι εκπομπές φθοριούχων αερίων το 2021 αντιστοιχούσαν στο 6% των συνολικών εκπομπών”.
Όπως αναφέρεται, “η μείωση των εκπομπών στην Ελλάδα προήλθε κυρίως από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ενέργεια. Οι εκπομπές από την ενέργεια το 2021 αντιπροσώπευαν το 69,2% των συνολικών εκπομπών του θερμοκηπίου (χωρίς τον τομέα “χρήσεις γης, αλλαγή χρήσεων γης και δασοπονία”) και μειώθηκαν κατά περίπου 30,5% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Οι αιτίες
"Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, η σημαντική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών και η εισαγωγή φυσικού αερίου στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα αποτελούν τους βασικούς παράγοντες μείωσης των εκπομπών από την ενέργεια για την περίοδο 1990-2007. Η πτώση των εκπομπών την περίοδο 2008-2019 ήταν 34,9%, λόγω της οικονομικής ύφεσης στην αρχή της περιόδου, αλλά και λόγω μέτρων όπως η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα, καθώς και των δράσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Επιπλέον, η μεγάλη πτώση που παρατηρήθηκε το 2020 σε σχέση με το 2019 αποδίδεται κυρίως στη σημαντική μείωση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από υψηλότερο μερίδιο φυσικού αερίου και ΑΠΕ σε σύγκριση με προηγούμενα έτη, καθώς και στους περιορισμούς στις μεταφορές λόγω της πανδημίας” αναφέρει η έκθεση που σημειώνει ότι :
”Στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) της Ελλάδος, προβλεπόταν η σταδιακή κατάργηση όλων των λιγνιτικών μονάδων εκτός από μία έως το 202344 και η μετατροπή των υπολοίπων σε μονάδες φυσικού αερίου έως το 2028.
Οι εκπομπές από βιομηχανικές διεργασίες στην Ελλάδα το 2021 αντιπροσώπευαν το 12,9% των συνολικών εκπομπών (χωρίς τον τομέα “χρήσεις γης, αλλαγή χρήσεων γης και δασοπονία”) και μειώθηκαν κατά 8,6% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Oι εκπομπές από τη γεωργία που αντιστοιχούσαν στο 10,4% των συνολικών εκπομπών και μειώθηκαν κατά 23,6% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Κύρια αιτία ήταν η μείωση των εκπομπών Ν2Ο από τα γεωργικά εδάφη, λόγω του περιορισμού της χρήσης συνθετικών αζωτούχων λιπασμάτων και της μείωσης του ζωικού πληθυσμού.
Ο περιορισμός της χρήσης συνθετικών αζωτούχων λιπασμάτων αποδίδεται στην αύξηση της βιολογικής γεωργίας, στην υψηλή τιμή των λιπασμάτων και στις ορθότερες πρακτικές στη χρήση λιπασμάτων. Οι εκπομπές από τον τομέα των απορριμμάτων (7,6% των συνολικών εκπομπών) αυξήθηκαν κατά περίπου 8,7% σε σχέση με το 1990. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των παραγόμενων αποβλήτων και συνεπώς των εκπομπών σε σχέση με το 1990.”
Για το 2022, με βάση την έκθεση, “οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για το σύνολο της ΕΕ-27 υπολογίζονται σε 3.248 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2. Παρότι το σύνολο των εκπομπών μειώθηκε μόνο κατά 1,9% σε σχέση με το 2021, ενθαρρυντικό είναι ότι σε ορισμένους τομείς εκτιμάται ότι υπήρξαν αξιοσημείωτες μειώσεις εκπομπών. Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στις υψηλές τιμές της ενέργειας που προκλήθηκαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στον τομέα των κτιρίων, οι εκτιμήσεις δείχνουν σημαντική μείωση των εκπομπών κατά 9%, εξέλιξη που μπορεί να αποδοθεί στον πιο ήπιο χειμώνα, αλλά και στην πιο περιορισμένη χρήση ενέργειας που σχετίζεται με την αυξημένη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και στις υψηλότερες τιμές της ενέργειας.
Ομοίως, ο βιομηχανικός τομέας παρουσίασε σημαντική πτώση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, που αποδίδεται κυρίως στη μειωμένη παραγωγή των ενεργοβόρων βιομηχανιών λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Στον τομέα του ενεργειακού εφοδιασμού, οι εκπομπές αερίων εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 3%, λόγω της εκτίναξης των τιμών του φυσικού αερίου που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα των γαιανθράκων, ενώ υπήρξαν και απρόβλεπτες διακοπές στην πυρηνική ενέργεια και στις υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις κατά το 2022.
Ωστόσο, η ταυτόχρονη ισχυρή αύξηση της χρήσης της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας έπαιξε βασικό ρόλο στην εξισορρόπηση των αερίων του θερμοκηπίου, με προοπτική να οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις εκπομπών στον τομέα του ενεργειακού εφοδιασμού στο μέλλον."
Ανάπτυξη των ΑΠΕ
Από την ανάλυση του ενεργειακού μίγματος τόσο της ΕΕ-27 όσο και της Ελλάδος το 2022 έναντι του 1990 αναδεικνύεται η πρόοδος που έχει ήδη επιτευχθεί στη διείσδυση των ΑΠΕ.
Ειδικότερα, το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, που παραθέτει η έκθεση, το ενεργειακό μίγμα στην ΕΕ-27 (συνίστατο κυρίως σε πέντε διαφορετικές πηγές: προϊόντα πετρελαίου συμπεριλαμβανομένου του αργού πετρελαίου (36,8% της συνολικής διαθέσιμης ενέργειας, έναντι 39% το 1990), φυσικό αέριο (21,1% έναντι 16,8% το 1990), ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (17,9% έναντι 4,8% το 1990), πυρηνική ενέργεια (11,1% έναντι 12,7% το 1990) και στερεά ορυκτά καύσιμα (11,6% έναντι 25,7% το 1990).
Όσον αφορά την Ελλάδα τα αντίστοιχα μερίδια ήταν 58,3% για τα προϊόντα πετρελαίου (1990: 62,1%), 18,5% για το φυσικό αέριο (1990: 0,6%), 15,4% για τις ΑΠΕ (1990: 4,5%) και 6,6% για τα στερεά ορυκτά καύσιμα (1990: 32,6%).