Όσοι νομίζουν ότι το ενεργειακό παιχνίδι με τους αγρότες θα περιοριστεί στα 50αράκια, τα μικρά έργα στα οποία τους επιτρέπει να επενδύσουν η κυβέρνηση με το πρόγραμμα «Φωτοβολταϊκά στο Χωράφι», κάνουν λάθος. Είναι η μια μόνο πτυχή των ανακοινώσεων της Παρασκευής.
Στην πράξη, τα μέτρα που εξήγγειλε το αρμόδιο υπουργείο, θα μπορούσαν να ανοίξουν μια εντελώς καινούργια αγορά: Τις επενδύσεις σε μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα με μπαταρίες, τις οποίες θα επιδοτεί η κυβέρνηση, ώστε η παραγόμενη ενέργεια να διατίθεται αποκλειστικά σε αγροτικά συνεργατικά σχήματα μέσα από διμερή συμβόλαια μακράς διάρκειας. Διμερή συμβόλαια - ανάλογα εκείνων που γίνονται με τη βιομηχανία - τα οποία θα υλοποιηθούν εντός διετίας από την εφαρμογή του μέτρου.
Τι σημαίνουν όλ' αυτά και ποιους αφορούν; Σημαίνουν ότι η κυβέρνηση θα προτεραιοποιήσει και θα επιδοτήσει, μέσω διαγωνισμών, την κατασκευή φωτοβολταϊκών πάρκων, τα οποία θα έχουν εξασφαλισμένη πελατεία: Τους συνεταιρισμούς, τις ομάδες παραγωγών και όσους ασκούν συμβολαιακή γεωργία, μέσα από συμβάσεις 10ετίας.
Κατ' επέκταση δημιουργείται μια νέα αγορά για ενεργειακούς παραγωγούς με ρευστότητα, δηλαδή με budget από 80.000 ευρώ, όσα απαιτεί ένα μεσαίο φωτοβολταικό με επιδότηση στη μπαταρία, ποσό που αναλόγως το έργο μπορεί φυσικά να μεγαλώσει.
Και τι τιμές εκκίνησης απαιτούνται για να βγουν τέτοια έργα; Στα επίπεδα των 100-110 ευρώ / MWh. Αν οι τιμές ξεκινήσουν ψηλά, τότε η επένδυση βγαίνει, όπως λένε άνθρωποι με μακρά εμπειρία στην αγορά. Αρκεί βέβαια να μην χτυπήσουν τους διαγωνισμούς μεγάλοι καθετοποιημένοι όμιλοι και οι τιμές κατρακυλήσουν στα 70-80 ευρώ / MWh, οπότε το παιχνίδι θα συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων. Τα πάντα επομένως θα κριθούν από τις τιμές έναρξης των δημοπρασιών, με την αγορά φωτοβολταικών να βλέπει στο μέτρο αυτό των «πράσινων» αγροτικών PPAs μια σημαντική ευκαιρία.
Εάν όλα πάνε κατ' ευχήν, όσοι αγρότες ανήκουν σε συνεργατικά σχήματα (συνεταιρισμούς, Ομάδες Παραγωγών) καθώς και όσοι ασκούν συμβολαιακή γεωργία, θα αρχίσουν να βλέπουν σε περίπου μία 2ετία από σήμερα και για 10 χρόνια, μείωση τουλάχιστον 30% στο κόστος του ρεύματος.
Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση παρέχει ήδη φορολογικά κίνητρα στα συνεργατικά σχήματα των αγροτών με σκοπό την προώθησή τους, καθώς θα έχουν μία ευρεία γκάμα πλεονεκτημάτων για τον αγροτικό κόσμο. Στα κίνητρα έρχεται πλέον να προστεθεί και η στήριξη του ενεργειακού κόστους.
Το ερώτημα βέβαια εδώ είναι άλλο: Πόσοι είναι στην Ελλάδα οι υγιείς συνεταιρισμοί και οι ομάδες παραγωγών; Ποιοι από αυτούς πληρούν κάποια στοιχειώδη βασικά κριτήρια για να συνάψουν διμερείς συμβάσεις με παραγωγούς ενέργειας;
Το 2017, ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλης Αποστόλου είχε δηλώσει στη Βουλή: «Από τους 6.500 συνεταιρισμούς, τις 137 Ενώσεις, τις 100 ΑΕ, τις 100 κεντρικές ενώσεις με διάφορες επωνυμίες, πόσοι σήμερα υπάρχουν; Μόνον 20 είναι οικονομικά βιώσιμοι. Αυτούς, όπως και μερικούς άλλους που δεν ξεπερνούν τους 50, να τους κρατήσουμε, να τους βοηθήσουμε. Για τους άλλους όμως τι να κάνουμε;»
Η εικόνα αυτή του 2017 δεν έχει αλλάξει δραματικά μέχρι σήμερα. Ένα θέμα επομένως που θα συναντήσει μπροστά του το μέτρο των διμερών αγροτικών συμβολαίων ενέργειας αφορά τις συνέπειες της κατάρρευσης των ελληνικών συνεταιρισμών, οι οποίες δεν περιορίζονται στα ανείσπρακτα χρέη, αλλά αφορούν στο σύνολο της λειτουργίας τους.
Σε κάθε περίπτωση, η ευκαιρία που παρέχει στα συνεργατικά σχήματα το μέτρο των διμερών συμβολαίων για να μειώσουν τα ενεργειακά τους κόστη, είναι μεγάλη. Το ίδιο και το πρόγραμμα «Φωτοβολταικά στο Χωράφι» για τους μεμονωμένους αγρότες με έργα των 50 kW. Το μέσο κόστος ενός τέτοιου φωτοβολταικού υπολογίζεται στα 45.000 ευρώ. Η δε, μέση παραγωγή του στις 70-80 MWh ετησίως. Επομένως ένας αυτοπαραγωγός βγάζει έσοδα γύρω στα 8.000- 9.000 ευρώ το χρόνο, με μια τιμή ρεύματος 12 σεντς τη κιλοβατώρα.
Βέβαια, η δυναμική του μέσου έλληνα αγρότη υπεισέρχεται και σε αυτήν τη κουβέντα. Ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα είναι μόλις 68 στρέμματα, σχεδόν το 1/3 από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (161 στρέμματα), ενώ περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 20 στρέμματα.
Το μέγεθος στον αγροδιατροφικό τομέα είναι τόσο μικρό, ώστε να καθιστά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών μονάδων μη ανταγωνιστικές, καθιστώντας αμφίβολη και την δυνατότητα τραπεζικής χρηματοδότησης για παρόμοιες επενδύσεις μείωσης του ενεργειακού τους κόστους.