Δεν πίστευαν στα αυτιά τους οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και όσοι μετείχαν στο COP 29, στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, όταν πληροφορούνταν το κόστος της κιλοβατώρας στην πλούσια όσον αφορά στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο χώρα. Μόλις 0,1 σεντ η κιλοβατώρα! Τιμή που θα ονειρευόταν κάθε κυβέρνηση. Σε εμάς η κατάσταση είναι πιο δύσκολη. Με την τάση που υπάρχει αυτή την στιγμή στην αγορά, η μέση τιμή στα πράσινα τιμολόγια από τα 14,27 λεπτά ανά κιλοβατώρα θα αυξηθεί στα 18 λεπτά, στην καλύτερη περίπτωση, αν περάσουν οι αυξήσεις της χονδρικής στην λιανική. Πολύ ακριβότερη δηλαδή από το ψυχολογικό όριο των 15 περίπου λεπτών που έχει θέσει η κυβέρνηση, ως το ανεκτό επίπεδο των τιμών του ρεύματος για ένα νοικοκυριό στην ελληνική επικράτεια. Για να γίνει ακόμα πιο αντιληπτό, εάν δεν βρισκόμασταν στην εποχή του παλιού μονοπωλίου, στα 15 λεπτά θα όριζε την τιμή του ο υπουργός Ενέργειας, βρέξει χιονίσει. Έτσι για να κοιμάται ήσυχος. Επειδή όμως έχουμε αλλάξει σελίδα, βρισκόμαστε στο 2024 και όχι στο 1985 και επιχειρείται να δημιουργηθεί μια ανταγωνιστική αγορά, αυτό το όριο μπαίνει μόνο όταν οι καταστάσεις οδηγούν σε υπέρβασή του. Έτσι και για τον Δεκέμβριο, το υπουργείο Ενέργειας θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις υψηλές τιμές, κάνοντας χρήση των ουρανοκατέβατων κερδών που βγάζουν αυτή την περίοδο οι παραγωγοί με ενεργοποίηση του γνωστού μηχανισμού ανάκτησης και στην συνέχεια επιστροφής αυτών των χρημάτων με μειωμένες τιμές στους καταναλωτές.
Θα ρωτήσει κάποιος ξεμπερδέψαμε με το πρόβλημα μετά τον Δεκέμβριο; Οι ειδικοί της αγοράς ενέργειας απαντούν όχι. Η αγορά του ρεύματος είναι φορτωμένη την τελευταία διετία με δύο παράγοντες που δεν είχαν προβλεφθεί. Την αύξηση του φυσικού αερίου κατά περίπου 2,5 φορές σε σχέση με τα προ ενεργειακής κρίσης επίπεδα. Την αύξηση των τιμών των τελών ρύπων κατά περίπου 3 φορές, αλλά και έναν παράγοντα που υποτιμήθηκε τις αυξημένες ταρίφες (επιδοτήσεις) των φωτοβολταϊκών και αιολικών της δεκαετίας του 2000, που κρατούν υψηλά τιμές του μίγματος. Μόνο οι επιδοτήσεις της περιόδου Σιούφα, Μπιρμπίλη κλπ., λέει το αρμόδιο υπουργείο, μας στοιχίζουν πάνω από 900 εκατ. ευρώ ετησίως.
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι, όπως η συνεχιζόμενη αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου στον χρηματιστήριο της Ολλανδίας κατά 25% σε έναν μήνα. Η αλλαγή των καιρικών συνθηκών που δεν ευνοούν τις ΑΠΕ, ενισχύοντας την εξάρτηση από θερμικές μονάδες που καίνε ακριβό αέριο (70% θερμικές, 26% ΑΠΕ στο μίγμα τον Νοέμβριο). Η έλλειψη βροχοπτώσεων που κρατούν εκτός μάχη τα πάμφθηνα υδροηλεκτρικά. Και επίσης η μεγάλη ζήτηση ενέργειας που καταγράφει η Ουκρανία από τον διάδρομο της περιοχής μας, Ελλάδας-Βουλγαρίας-Ουκρανίας.
Όλα αυτά δεν πρόκειται να ξεπεραστούν άμεσα. Άλλοτε θα πηγαίνουμε καλά. Άλλοτε θα χρειάζεται κρατική παρέμβαση όπως τώρα. Αλλά για περίπου μια διετία αυτή η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί. Σε δύο ωστόσο περίπου χρόνια, θα έχουν εισέλθει στο σύστημα, ακόμα πιο πολλές ΑΠΕ χωρίς επιδότηση, πολλές μονάδες αποθήκευσης ενέργειας που δεν θα περιλαμβάνουν επίσης επιδότηση και θα έχουν αυξηθεί οι εγχώριες και διεθνείς διασυνδέσεις. Όταν θα τα έχουμε όλα αυτά η μείωση των τιμών θα είναι εντυπωσιακή σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα. Για να μην είμαστε υπερβολικοί, δεν θα φτάσουμε και στα επίπεδα του Αζερμπαϊτζάν..