Οι ΑΠΕ μπορούν να μειώσουν την εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό ορυκτό αέριο πολύ περισσότερο από την παράταση ζωής των λιγνιτικών μονάδων, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσο-μακροπρόθεσμα, δείχνει η νέα ανάλυση της περιβαλλοντικής δεξαμενής σκέψης The Green Tank.
Η δραστική αύξηση της χρήσης του ορυκτού αερίου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κατέστησε τη χώρα πιο ευάλωτη στην κρίση ενεργειακών τιμών, η οποία μαίνεται από το δεύτερο μισό του 2021 και επιδεινώθηκε μετά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μερίδιο του εισαγόμενου ορυκτού αερίου χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή, προσφέρει στη χώρα περισσότερες δυνατότητες για ευκολότερη απεξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού ορυκτού αερίου, συγκριτικά με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-27.
Τις δυνατότητες αυτές διερευνά η νέα ανάλυση του Green Tank με τίτλο «Ηλεκτροπαραγωγή & απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο στην Ελλάδα» μέσα από την εξέταση δύο δομικά διαφορετικών πολιτικών επιλογών: α) της παράτασης ζωής των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων και της λειτουργίας τους στα μέγιστα, νομικά επιτρεπτά επίπεδα και β) της εμπροσθοβαρούς ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Αναπτύχθηκαν 4 σενάρια εξέλιξης του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής και αναλύθηκαν οι δυνατότητες που προσφέρουν για υποκατάσταση του ρωσικού ορυκτού αερίου την περίοδο 2022-2030. Το πρώτο σενάριο είναι ο υφιστάμενος σχεδιασμός της χώρας όπως περιγράφεται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Το δεύτερο σενάριο βασίζεται σε παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων και τη μέγιστη δυνατή αξιοποίησή τους. Το τρίτο και το τέταρτο σενάριο διατηρούν το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων ακριβώς όπως στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ, αλλά υποκαθιστούν το ορυκτό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή με εμπροσθοβαρή ανάπτυξη αιολικών και φωτοβολταϊκών και τελικό στόχο την επίτευξη διείσδυσης ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2030, κατά 70% και 75% αντίστοιχα. Τα βασικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη συγκριτική ανάλυση των 4 σεναρίων συνοψίζονται ως εξής:
Το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη εξοικονομεί περισσότερο ρωσικό ορυκτό αέριο σε σχέση με το ΕΣΕΚ, αλλά πολύ λιγότερο σε σύγκριση με τα δύο σενάρια που επιτυγχάνουν διείσδυση ΑΠΕ το 2030 κατά 70% και 75% αντίστοιχα. Αθροιστικά για την τετραετία 2022-2025, το σενάριο που βασίζεται στον λιγνίτη μειώνει την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο κατά 40,7%, ενώ τα δύο σενάρια που βασίζονται στις ΑΠΕ επιτυγχάνουν εξοικονόμηση σε σχέση με τις ανάγκες ρωσικού αερίου το 2021 κατά 54,3% (Σ3-ΑΠΕ70%) και 55,1% (Σ4-ΑΠΕ75%), αντίστοιχα, με την προϋπόθεση ότι εγκαθίσταται από 1 GW νέας ισχύος αιολικών και φωτοβολταϊκών ανά έτος την τριετία 2022-2024.
Ακόμα και βραχυπρόθεσμα, δηλαδή εντός 2022, η εγκατάσταση 1 GW αιολικών και 1 GW φωτοβολταϊκών θα μειώσει την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο περισσότερο από το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη (28,4%, έναντι 23,4%). Τα επίπεδα αυτά νέας αιολικής και φωτοβολταϊκής ισχύος είναι απολύτως συμβατά με τον τελευταίο διαθέσιμο προγραμματισμό του ΔΑΠΕΕΠ για το 2022.
Το σενάριο μεγιστοποίησης της χρήσης λιγνίτη οδηγεί σε εκπομπές 149 εκ. τόνων CO2 την περίοδο 2022-2030, υπερβαίνοντας τις αντίστοιχες ποσότητες τόσο του υφιστάμενου ΕΣΕΚ (κατά 34 εκ. τόνους) όσο και των σεναρίων διείσδυσης ΑΠΕ κατά 70% και 75%, κατά 68 εκ. και 73 εκ. τόνους CO2 αντίστοιχα, εκτροχιάζοντας έτσι τον προϋπολογισμό άνθρακα της χώρας για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.
Με διατήρηση των σημερινών επιπέδων τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων ως το 2030 (μια συντηρητική ενδεχομένως εκτίμηση), το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη θα επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της χώρας με περίπου € 5,4 δις και € 5,8 δις, επιπλέον του κόστους CO2 των δύο σεναρίων διείσδυσης ΑΠΕ το 2030 κατά 70% και 75%, αντίστοιχα.
«Τα αποτελέσματα της συγκριτικής ανάλυσης δείχνουν ότι η επιστροφή στον λιγνίτη δεν εξυπηρετεί την απεξάρτηση από το ρωσικό ορυκτό αέριο ενώ υπονομεύει τους εθνικούς κλιματικούς στόχους. Αντίθετα, η επιτάχυνση της διείσδυσης ορθά χωροθετημένων ΑΠΕ, ειδικά για την τριετία 2022-2024, αποτελεί με διαφορά την καλύτερη ενεργειακή στρατηγική για τη δραστική μείωση της έκθεσης της εθνικής μας οικονομίας στο ρωσικό ορυκτό αέριο. Επιπλέον, η επιλογή αυτή θα οδηγήσει σε πολύ χαμηλότερο κόστος εκπομπών CO2 του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, ενώ παράλληλα, θα διατηρήσει την Ελλάδα σε τροχιά επίτευξης του εθνικού κλιματικού στόχου για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2030 κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής του Green Tank.
Σημειώνεται ότι για κάθε ένα από τα 4 σενάρια που μελετήθηκαν υπολογίστηκε η μείωση της εξάρτησης σε ορυκτό αέριο που επιτυγχάνεται κάθε χρόνο σε σχέση με την ποσότητα ρωσικού ορυκτού αερίου που κάλυψε το 47,8% της εγχώριας κατανάλωσης το 2021 σε όλες τις χρήσεις, καθώς και το αντίστοιχο ανθρακικό αποτύπωμα των τεσσάρων μιγμάτων ηλεκτροπαραγωγής για ολόκληρη την περίοδο 2022-2030