Κλιματική φιλοδοξία, ασφάλεια εφοδιασμού και περιφερειακή συνεργασία είναι οι τρεις πυλώνες στους οποίους εδράζεται η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας, όπως ανέφερε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας χθες στο Egypes Strategic Conference που έλαβε χώρα στο Κάιρο.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίας με θέμα το ενεργειακό μέλλον της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, η κυρία Σδούκου ανέλυσε πώς συνταιριάζει η ελληνική κυβέρνηση από τη μία το όραμα για την κλιματική ουδετερότητα (net zero) και από την άλλη τις ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν μέχρι τότε. Συνομιλητές της κυρίας Σδούκου ήταν ο υπουργός Πετρελαίου της Αιγύπτου, Τάρεκ Ελ Μόλα, ο υπουργός Ενέργειας του Λιβάνου, Γουαλίντ Φαγιάντ και ο γενικός γραμματέας του Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Αν. Μεσογείου (EMGF), Οσάμα Μομπάρεζ.
Όπως τόνισε η Ελληνίδα υφυπουργός, η Ελλάδα θέτει την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ όχι μόνο ως κορυφαία προτεραιότητα για την ενεργειακή μετάβαση, αλλά και ως μέσο επίτευξης μεγαλύτερης ενεργειακής ανεξαρτησίας ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων. Σήμερα η χώρα καλύπτει περί το 55% των αναγκών της σε ηλεκτρισμό μέσω των πράσινων πηγών και στοχεύει το 80% ως το 2030 με βάση το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Η κυρία Σδούκου υπογράμμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να πάει ακόμα παραπέρα αν εκμεταλλευτεί το υπεράκτιο αιολικό δυναμικό της, έναν φυσικό πόρο που διαθέτουν - και μπορούν να αναπτύξουν - και άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. «Σχεδιάζουμε να παράγουμε 1,9 GW μέσω των υπεράκτιων αιολικών το 2030 και να επεκτείνουμε την υπεράκτια ισχύ σημαντικά, μέσα στις επόμενες δεκαετίες ώστε να γίνουμε εξαγωγείς πράσινου ηλεκτρισμού προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω των υφιστάμενων και των μελλοντικών ηλεκτρικών μας διασυνδέσεων», σημείωσε.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν είναι συμβατοί οι προαναφερθέντες πράσινοι στόχοι με την ανάπτυξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ελλάδα, η κυρία Σδούκου δήλωσε: «Παρόλο που οι στόχοι ενεργειακής μετάβασης που έχουμε θέσει είναι φιλόδοξοι και θέλουμε να τους πετύχουμε το συντομότερο δυνατό, είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να κινηθούμε πιο γρήγορα από ότι επιτρέπει η τεχνολογική πρόοδος. Κατ' επέκταση, η Ελλάδα αναγνωρίζει το ρόλο του φυσικού αερίου ως μεταβατικό καύσιμο και φιλοδοξεί να γίνει κόμβος παράλληλα στον πράσινο ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο».
Σε κάθε περίπτωση, ιδίως μετά το τραύμα της ενεργειακής κρίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμάται η σημασία του φυσικού αερίου ως καύσιμο-γέφυρα. Η υφυπουργός τόνισε σχετικά ότι η Ε.Ε. υποτίμησε για αρκετά χρόνια αυτό το ρόλο του αερίου και εν τέλει υπέστη τις συνέπειες όταν έγινε η ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία.
«Χρειαζόμαστε μια ισορροπημένη προσέγγιση που μεγιστοποιεί τόσο τις μελλοντικές, όσο και τις σημερινές ενεργειακές πηγές. Ο πιθανός μας ρόλος ως παραγωγός φυσικού αερίου είναι καθοριστικής σημασίας για να δώσουμε τέλος στην εξάρτηση από εισαγωγές και το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται», σχολίασε η κυρία Σδούκου.
Τέλος, μια ακόμα κρίσιμη διάσταση που αναδείχθηκε κατά τη συνεδρία ήταν ο ρόλος των ορυκτών καυσίμων στο εξής εν μέσω πιο φιλόδοξων κλιματικών στόχων. Όπως εξήγησε η υφυπουργός, δεν πρόκειται για άλυτο δίλημμα. «Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων πρέπει να είναι μέρος των κλιματικών συζητήσεων και να μπορέσουν να επενδύσουν σε καθαρές τεχνολογίες, όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), έχοντας ως στόχο την μείωση - και τελικά την εξάλειψη- των διαρροών και της καύσης μεθανίου σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, μεταφοράς και κατανάλωσης φυσικού αερίου».
«Είναι προτιμότερο να συμπεριλαμβάνονται στον δημόσιο διάλογο ώστε να συνάδει η δραστηριότητά τους με τους κλιματικούς στόχους και να μην κινούνται σε ένα “παράλληλο σύμπαν” που δεν ακολουθεί τους ίδιους κανόνες», κατέληξε η κυρία Σδούκου.