Σήμερα στις Βρυξέλλες το Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ συζητά την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συνέχιση των μέτρων μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου, αλλά και και διερευνά τρόπους διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού για το επόμενο διάστημα, στο φόντο και των νέων “πράσινων” στόχων, όπως θα αποτυπωθούν και στα εθνικά ΕΣΕΚ, που θα πρέπει να κατατεθούν έως τις 30/6.
Την Ελλάδα θα εκπροσωπήσει η υφυπουργός Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου η οποία θα καταθέσει τις επιδόσεις της χώρας αλλά και τους στόχους στο φόντο και των εθνικών αναγκών ενεργειακής ασφάλειας.
Πάντως, ειδικά σε ΑΠΕ και φυσικό αέριο η Ελλάδα έχει αξιοσημείωτες επιδόσεις. Έτσι πέρα από το ποσοστό διείσδυσης των ΑΠΕ, που υπερκαλύπτει τους στόχους (το 2023 η παραγωγή καθαρής, ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, καθώς το 57% του ενεργειακού μείγματος καλύφθηκε από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (αέρα - ήλιο) και από υδροηλεκτρικές μονάδες, ξεπερνώντας τις 25 TWh), μειωμένη κατά 21,56% σε σχέση με πέρυσι καταγράφεται και η συνολική ζήτηση φυσικού αερίου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για το 2023. Η χρήση των ΑΠΕ για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, ο καλός καιρός που “φρέναρε” την οικιακή κατανάλωση, αλλά και οι δράσεις εξοικονόμησης λειτούργησαν θετικά.
Πάντως, σε μια συγκυρία που ζητούμενο είναι η ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής βιομηχανικής παραγωγής είναι ζητούμενο το πώς θα συνδυαστούν οι στρατηγικές εξοικονόμησης και διασφάλισης ισχυρής βιομηχανικής παρουσίας.
Ο Τερματικός Σταθμός της Ρεβυθούσας αποτέλεσε την κύρια πύλη εισαγωγής φυσικού αερίου στη χώρα κατά το συγκεκριμένο διάστημα, ακολουθούμενος από το σημείο εισόδου του Σιδηροκάστρου, του οποίου οι ροές μειώθηκαν κατά 20,82% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του περασμένου έτους, αναφέρει ανακοίνωση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για το 2023, η συνολική ζήτηση (εγχώρια κατανάλωση & εξαγωγές) φυσικού αερίου μειώθηκε κατά 21,56%, φθάνοντας τις 67,60 Τεραβατώρες (TWh) από 86,18 TWh το 2022. Μείωση σε ποσοστό 10,13% καταγράφηκε στην εγχώρια κατανάλωση από 56,65 Τεραβατώρες (TWh) στις 50,91 TWh, ενώ κατά 43,48% μειώθηκαν οι εξαγωγές φυσικού αερίου από 29,53 Τεραβατώρες (TWh) σε 16,69 TWh. Οι εισαγωγές φυσικού αερίου ανήλθαν σε 67,71 TWh, καταγράφοντας μείωση κατά 21,41% σε σύγκριση με τις 86,16 TWh το 2022. Οι μεγαλύτερες ποσότητες εισήλθαν στη χώρα από τον Τερματικό Σταθμό LNG της Ρεβυθούσας, που κάλυψε ποσοστό 43,55% των εισαγωγών.
Ζητούμενο η ευελιξία
Ένα, πάντως, από τα ζητήματα που καλούνται να διαχειριστούν οι αρμόδιοι της ΕΕ σε σχέση με τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου είναι η ευελιξία και η ευστάθεια των ενεργειακών συστημάτων. Οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής παραμένει βασικός μοχλός για την την ευελιξία και την ευστάθεια, στην περίοδο της “πράσινης ενέργειας”. καθώς το κάρβουνο είναι εξοβελιστέο λόγω κλιματικής αλλαγής και οι μπαταρίες ή αντλησιοταμίευση ακόμη έχουν δρόμο. Έτσι, η αρμόδια Kadri Simson αναμένεται να ενημερώσει, στο φόντο και των στόχων της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα, για τις προθέσεις της Κομισιόν. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μελέτη του JRC της ΕΕ οι απαιτήσεις ευελιξίας του ενεργειακού συστήματος της ΕΕ το 2021 ήταν το 11% της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και θα αυξηθούν σε 25% το 2030 και σε 30% το 2050.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκτιμάται, ότι η συνέχιση της εξοικονόμησης αερίου θα συμβάλλει στη διατήρηση και στη βελτίωση της σταθερότητας της αγοράς, αλλά και στη διευκόλυνση της αναπλήρωσης των αποθηκών φυσικού αερίου.
Η πρόταση
Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν προτείνει την υιοθέτηση σύστασης του Συμβουλίου σχετικά με τη συνέχιση των μέτρων μείωσης της ζήτησης αερίου. Αυτή η σύσταση, η οποία θα πρέπει να εγκριθεί από το Συμβούλιο, ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να λαμβάνουν εθελοντικά μέτρα για τη διατήρηση συλλογικής μείωσης της ζήτησης αερίου κατά 15%, σε σύγκριση με τη μέση ζήτηση μεταξύ Απριλίου 2017 και Μαρτίου 2022, καθώς η νομοθεσία έκτακτης ανάγκης πρόκειται να λήξει στις 31 Μαρτίου και ενώ η κατάσταση είναι πιο σταθερή από ό,τι ήταν τα δύο τελευταία χρόνια.
Η πρόταση θα συζητηθεί από την Επίτροπο Ενέργειας Κάντρι Σίμσον και τους υπουργούς Ενέργειας της ΕΕ στο αρμόδιο Συμβούλιο τη Δευτέρα 4 Μαρτίου.
Η σημερινή σύσταση βασίζεται στα πορίσματα έκθεσης που εξετάζει τον κανονισμό για τη μείωση της ζήτησης αερίου και της δεύτερης έκθεσης για τον κανονισμό της ΕΕ για την αποθήκευση αερίου. Εκτός από τη διασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού και τα δύο μέτρα συνέβαλαν στη σταθεροποίηση των τιμών της ενέργειας, προς όφελος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της ΕΕ και στη μείωση των λογαριασμών για τους πολίτες από τις κορυφές που παρατηρήθηκαν τον Αύγουστο του 2022 μετά τη ρωσική εισβολή.
Η Κομισιόν σημειώνει ότι η εξοικονόμηση φυσικού αερίου από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες σε ολόκληρη την ΕΕ συνέβαλε σημαντικά στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, η οποία προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πριν από δύο χρόνια.
Συλλογικά, η ΕΕ μείωσε τη ζήτηση φυσικού αερίου κατά 18% μεταξύ Αυγούστου 2022 και Δεκεμβρίου 2023, εξοικονομώντας περίπου 101 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Αυτές οι προσπάθειες υπερβαίνουν τον στόχο εξοικονόμησης 15% που συμφωνήθηκε βάσει της νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης που εγκρίθηκε το καλοκαίρι του 2022 και ήταν απαραίτητες για τη διατήρηση του σταθερού εφοδιασμού, τη σταθεροποίηση των αγορών ενέργειας στην ΕΕ και την επίδειξη αλληλεγγύης με την Ουκρανία.
Χάρη στο ευρύ φάσμα μέτρων έκτακτης ανάγκης που ελήφθησαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ενεργειακές προοπτικές της ΕΕ έχουν βελτιωθεί: οι προμήθειες είναι περισσότερο διαφοροποιημένες, έχει αυξηθεί η ικανότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και έχει γίνει εντυπωσιακή εξοικονόμηση ενέργειας, με τις αποθήκες αερίου να βρίσκονται σε πιο υγιές επίπεδο. Αυτό συνέβαλε στη μείωση και τη σταθεροποίηση των τιμών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, δεδομένης της συνέχισης των γεωπολιτικών εντάσεων, των στενών παγκόσμιων αγορών φυσικού αερίου και του στόχου της ΕΕ να απαλλαγεί πλήρως από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, η συνεχιζόμενη εξοικονόμηση ενέργειας εξακολουθεί να είναι απαραίτητη.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η συνεχής εξοικονόμηση αερίου θα συμβάλλει στη διατήρηση και στη βελτίωση της τρέχουσας σταθερότητας της αγοράς, μεταξύ άλλων με τη διευκόλυνση της αναπλήρωσης της αποθήκευσης αερίου την άνοιξη και το καλοκαίρι.