Το αποτέλεσμα της κάλπης των ευρωεκλογών έδειξε μία μεγάλη άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ανοίγοντας τον δρόμο για μία ισχυρή επιρροή στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής την επόμενη πενταετία.
Το τοπίο στο ευρωκοινοβούλιο επανασχεδιάζεται και ήδη επικρατεί προβληματισμός για το τί θα φέρουν οι επόμενοι μήνες σε μία σειρά βασικών ζητημάτων, μεταξύ των οποίων και τα ενεργειακά. Την ίδια ώρα, μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις το βλέμμα είναι στραμμένο και στη Γαλλία και σε μία πιθανή νίκη της Μαρί Λε Πεν στις εκλογές. Λίγες ημέρες μετά τις Ευρωεκλογές ο Θεόδωρος Τσακίρης, Καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, μιλώντας στο energymag.gr σχολιάζει τα νέα δεδομένα στο Ευρωκοινοβούλιο, τις αλλαγές που θα επηρεάσουν την Ελλάδα αλλά και το τι σημαίνει μία πιθανή εκλογή για της Λε Πεν για την ενεργειακή πολιτική της Γαλλίας.
-Τι περιμένουμε από την νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα ενεργειακά ζητήματα; Έχουμε μια άνοδο της άκρας δεξιάς, μια πτώση των πρασίνων οικολογικών κινημάτων.
-Αυτό θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό στο κατά πόσο αφενός οι δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις , οι οποίες έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, θα μπορέσουν να αρθρώσουν μια ενιαία πολιτική στα ευρύτερα θέματα καμπής για την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και των ενεργειακών και αφετέρου κατά πόσον, για να μπορέσει το ΕΛΚ να εκλέξει την κυρία φον ντερ Λάιεν στη θέση ξανά του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα χρειαστούν τελικά τις ψήφους αυτών των δυνάμεων. Και βεβαίως το τι συνεπάγεται αυτό σε σχέση με την πολιτική που θα κληθεί να ακολουθήσει η φον ντερ Λάιεν και η μελλοντική Επίτροπος Ενέργειας, η οποία θα προκύψει μετά από διαπραγμάτευση μεταξύ των κομμάτων, των κρατών και προφανώς του Ευρωκοινοβουλίου. Οπότε είναι λίγο πρόωρο για να μπορέσουμε να προδικάσουμε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση εξελίξεων αυτή τη στιγμή, ενώ ακόμα τα πράγματα είναι εν κινήσει. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, μετά τη μαζική αντίδραση των Ευρωπαίων αγροτών τον περασμένο χειμώνα, όταν προσπάθησαν να εφαρμόσουν τα κριτήρια πρασινίσματος της αγροτικής πολιτικής, όπως ακριβώς εφαρμόζεται εδώ και χρόνια κατά τρόπον άκριτο και υπερβολικό στην ευρωπαϊκή βιομηχανία γενικότερα.Η αντίδραση αυτή, νομίζω ότι έχει ληφθεί σοβαρά υπόψιν , ιδιαίτερα για το ΕΛΚ αλλά και όλο το συνασπισμό των δυνάμεων που τελικά θα κληθούν να στηρίξουν την φον ντερ Λάιεν. Η αντίδραση αυτή υποδηλώνει μια αλλαγή παραδείγματος όχι σε ότι αφορά την κατεύθυνση, αλλά κυρίως την ταχύτητα και την αυστηρότητα με την οποία ορισμένοι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και ορισμένες ευρωπαϊκές οδηγίες μπορούν να επιδιώξουν να επιταχύνουν τη διαδικασία της απανθρακοποίησης σε όρια τα οποία τεχνολογικά πλέον είναι σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστα.
- Άρα περιμένουμε ότι ίσως να μπορέσει να χαμηλώσει σε μια σειρά στόχων μια στροφή προς το ρεαλισμό;
-Ναι, θέλω να ελπίζω πως ναι. Αυτό πιστεύω ότι το έχουν καταλάβει πολλά ευρωπαϊκά κόμματα της ευρύτερης κεντροδεξιάς εντός του ΕΛΚ και ενδεχομένως τα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιότερα αυτών. Η μείωση των δυνάμεων των Οικολόγων και των Φιλελεύθερων μεταρρυθμιστών είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει προς αυτή την επανεξισορρόπηση σε ένα ευρύτερο επίπεδο κεντρώας, κεντροδεξιάς έως και δεξιάς συναντίληψης, χωρίς αυτό να αποκλείει, τους μετριοπαθείς μέσα στο S&D.. Το σημαντικότερο είναι να καταλάβουμε ότι πιθανότατα δεν υπάρχουν οι πόροι για να επιτευχθούν οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης, όπως έχουν τεθεί ήδη για το 2030 σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Το δεύτερο είναι πως θα πρέπει να μην κάνουμε υπερβολικές προβλέψεις για να πάμε για 90 % στο 2040, κάτι για το οποίο και η χώρα μας, όπως και πολλές άλλες χώρες, έχουν τοποθετηθεί κάθετα ενάντια ως κάτι το μη ρεαλιστικό και το εξαιρετικά κοστοβόρο.
Το τρίτον, όσον αφορά το υδρογόνο, η νέα ΕΕ πρέπει να εγκαταλείψει τις ιδεολογικές παρωπίδες που εμποδίζουν τη χρήση του μπλε υδρογόνου μαζί με CCS ως κάτι το αντιπεριβαλλοντικό και προσπαθούν να οδηγήσουν κατευθείαν την κατάσταση σε κάτι το οποίο είναι απλησίαστο οικονομικά λόγω υψηλού κόστους, δηλαδή προώθηση μόνο πράσινου υδρογόνου και τίποτε άλλο. Αυτό είναι εναντίον της λογικής ανάπτυξης της αγοράς υδρογόνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση..
Τέταρτον ως ΕΕ πρέπει να κάνεις μια πολύ μεγαλύτερη στρατηγική στροφή στις επενδύσεις CCS και στο εσωτερικό της Ευρώπης, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται η ΕΕ στη Μεσόγειο. Να μπορέσεις, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Μεσογείου, να ακολουθήσεις μια πολιτική που θα επιτρέψει την εξαγωγή CCS σε χώρες οι οποίες έχουν τη δυνατότητα μεγάλων αποθηκευτικών χώρων, ούτως ώστε να βοηθήσει στη διαδικασία της απανθρακοποίησης και να μειώσει το κόστος της, κάτι το οποίο αφορά όλες τις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες από τη μία πλευρά και μεγάλες χώρες της Βόρειας Αφρικής που υπήρξε και η παραγωγή υδρογονανθράκων, όπως είναι ως επί το πλείστον η Αλγερία και η Αίγυπτος, που έχουν τις δυνατότητες με την κατάλληλη ευρωπαϊκή πολιτική και την κατάλληλη στήριξη να κάνουν τις επενδύσεις εκείνες που είναι απαραίτητες προκειμένου να επιτρέψουν αυτή τη στροφή και αυτή τη δυνατότητα μιας νέας ενεργειακής διάστασης στις σχέσεις Βορρά-Νότου, στο μεσογειακό πλαίσιο τουλάχιστον.
Το πέμπτο το οποίο χρειάζεται να γίνει είναι να κάνεις στρατηγική επένδυση στα δίκτυα. Όταν μιλάς για να μπορέσεις να φτάσεις τα 300 GW ΑΠΕ μέχρι το 2050 από θαλάσσια αιολικά πάρκα, δεν είναι δυνατόν να δίνεις τα ίδια λεφτά που δίνεις αυτή τη στιγμή στα δίκτυα. Η συζήτηση έχει ξεκινήσει στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά καταλαβαίνετε, βρισκόμαστε στα μέσα μιας επταετούς προγραμματικής περιόδου, οπότε αυτό είναι μία συζήτηση που θα ξεκινήσει από τώρα ενόψει του νέου προϋπολογισμού που θα έρθει από το 2027 και μετά.
Και το έκτο σημείο, το οποίο έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία καθώς άπτεται θεμάτων ενεργειακής ασφάλειας αλλά και αυτονομίας της ευρωπαϊκής οικονομικής και βιομηχανικής βάσης ισχύος. Το ζήτημα αυτό έχει σχέση με το κατά πόσο η Ευρώπη θα μπορέσει να πετύχει τους στόχους της να έχει έναν μικρότερο βαθμό εξάρτησης -γιατί αυτή τη στιγμή έχει υπερεξάρτηση -από τον ολιγοπωλιακό έλεγχο που έχουν οι κινεζικές κρατικές εταιρείες σε ό, τι αφορά όχι μόνο τη δυνατότητα εκμετάλλευσης, αλλά κυρίως τη δυνατότητα εκμετάλλευσης και επεξεργασίας των κρίσιμων ενεργειακών μετάλλων, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να υπάρξει , όχι να επιταχυνθεί γρηγορότερα, η ενεργειακή μετάβαση. Είναι τραγικό λάθος για την Ευρώπη σε μερικά χρόνια από τώρα, το 2030 ή το, 2035 , να ξυπνήσει μία ημέρα και να δει ότι έχει τον ίδιο και μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης από την Κίνα στα θέματα των κρίσιμων ενεργειακών μεταλλευμάτων σε σχέση με αυτή που είχε με την Gazprom το 2021. Δεν πρέπει να κάνουμε το ίδιο λάθος ως Ευρώπη. Θα πρέπει να προχωρήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση αυξάνοντας την εγχώρια παραγωγή ΚΕΜ και όχι απλά επενδύοντας στην ανακύκλωση των μπαταριών, των Φ/Β και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Οι σχέσεις με Ρωσία και Κίνα όμως πως θα εξελιχθούν , με δεδομένη τη νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου, πώς θα είναι την επόμενη μέρα;
Δεν νομίζω πως θα έχουμε πολύ μεγάλες μεταστροφές. Τουλάχιστον το ECR - που είναι το μεγαλύτερο κομμάτι των δεξιών και ακροδεξιών σχηματισμών που ενισχύονται και θα μπορούσαν αν ενωθούν να αποτελέσουν τη δεύτερη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα ξεπερνώντας και το S&D - δεν νομίζω ότι έχουν μια ενιαία στάση υπέρ της Ρωσίας σε οποιοδήποτε ζήτημα και σίγουρα οι ομάδες αυτές θα δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης, κάτι που δε σημαίνει ότι μπορεί να επιστρέψουν σε μια μορφή εισαγωγικής εξάρτησης από τη Ρωσία στο κομμάτι του φυσικού αερίου ή του πετρελαίου, ή αναστροφή των κυρώσεων, από τις οποίες και στο κομμάτι του πετρελαίου και στο κομμάτι του λιγνίτη, η Ευρώπη έχει επιτύχει να διατηρήσει την ενεργειακή της ασφάλεια παρά την απώλεια του ρωσικού πετρελαίου και του ρωσικού λιγνίτη, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει ακόμα για το φυσικό μολονότι οι.ειααγωγες έχουν μειωθεί κατά περίπου 2/3 σε σχέση με το 2021. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι τα κόμματα αυτά δεν νομίζω ότι θα απαιτήσουν και τα ίδια μια μεταστροφή της ενεργειακής πολιτικής υπέρ της Ρωσίας σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε ότι αφορά την Κίνα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Πιστεύω τα κόμματα αυτά θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη στρατηγική κατεύθυνση ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης και αυτό προϋποθέτει την επίτευξη των στόχων του Κανονισμού 2023 για τα Κρίσιμα Ενεργειακά μεταλλεύματα. Οι στόχοι αυτού του κανονισμού είναι εξαιρετικά περιορισμένοι και εξαιρετικά συντηρητικοί. Μιλάμε δηλαδή για ένα να μην παίρνουμε παραπάνω από το 30% ή το 40 - 50%, ανάλογα με το είδος του κρίσιμου ενεργειακού μεταλλεύματος, των αναγκών μας από το εξωτερικό. Για να γίνει αυτό δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στην κυκλική οικονομία . Πρέπει να αναπτύξουμε τη μεταλλευτική βιομηχανία στην Ευρώπη, γιατί δεν είναι δυνατόν αυτή η διαδικασία "αυτομαστιγώματος" και "αυτοκατάργησης" της βιομηχανικής μας υποδομής σε ότι αφορά τη δυνατότητα της ανάπτυξης μεταλλείων για τις σπάνιες γαίες και τα κρίσιμα ενεργειακά μέταλλα να συνεχίσει. Είναι παράλογο από τη μια να λες ότι θες ενεργειακή μετάβαση, αλλά δεν θες να έχεις τη δυνατότητα να παράγεις τα μεταλλεύματα που την καθιστούν εφικτή.
-Κλείνοντας τώρα πάμε στα της Γαλλίας. Αναλυτές εκτιμούν ότι πιθανή εκλογή της Λε Πεν θα φέρει τα πάνω κάτω στην ενεργειακή πολιτική εκεί και θα είναι καταστροφική για τους στόχους που έχει θέσει η Γαλλία για τη διείσδυση των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
-Νομίζω ότι αυτό είναι υπερβολικό. Αφενός γιατί η Λε Πεν αν κυβερνήσει θα αναγκαστεί να κυβερνήσει σε έναν συνασπισμό με την κεντροδεξιά, έστω και σε μειονεκτική θέση, οπότε δεν θα εφαρμόσει μια απόλυτα επιθετική αντίδραση στο συγκεκριμένο κομμάτι. Δεύτερον, η πολιτική της Λε Πεν, επειδή ακολουθεί τη λογική της ενεργειακής αυτονομίας, θα δώσει έμφαση στις πάγιες πτυχές της ενεργειακής στρατηγικής της Γαλλίας, που είναι περισσότερο πυρηνικά, περισσότερες μπαταρίες , ΑΠΕ και λιγότερο φυσικό αέριο. Το γεγονός ότι η Γαλλία θα θέλει να προωθήσει ακόμα πιο επιθετικά την πυρηνική τεχνολογία στην Ευρώπη είναι κάτι το οποίο είναι συμβατό με την ενεργειακή στρατηγική της μετάβασης. Είναι αδύνατη η μετάβαση χωρίς να έχεις μονάδες βάσεις του επιπέδου ανύπαρκτων ρύπων και του επιπέδου εξαιρετικά υψηλής απόδοσης των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με πυρηνικές σύγχρονες μονάδες, τεχνικές στις οποίες η Γαλλία πρωταγωνιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπότε είναι απόλυτα λογικό για την Λε Πεν να δώσει έμφαση σε αυτό. Υπάρχουν πολλαπλοί δρόμοι για την επίτευξη του στόχου της ενεργειακής μετάβασης, είτε αυτό αφορά παράκτια αιολικά που η Γαλλία έχει το δυναμικό για ανάπτυξη. Η Γαλλία έχει επίσης επιπρόσθετους χώρους για αποθήκευση CCS, oπότε θα μπορούσε, όντας ταυτόχρονα και ατλαντική και μεσογειακή δύναμη, να προχωρήσει σε αυτές τις δύο πολιτικές που περιέγραψα προηγουμένως. Δεν βλέπω να υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ Μακρόν και Λε Πεν για τις γενικότερες στοχεύσεις. Ίσως να υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις σε σχέση με κάποια άλλα θέματα, όπως το φυσικό αέριο. Ίσως να δώσουνε λίγο μεγαλύτερη έμφαση, αλλά και πάλι στη Γαλλία, τα κόμματα αυτά , δίνουν έμφαση στην αυτάρκεια και την αυτονομία. Η Γαλλία δεν έχει δικούς της υδρογονάνθρακες. Όποτε τους στόχους μπορεί να τους πετύχει με περισσότερα πυρηνικά, μπαταρίες ή και τη σταδιακή ανάπτυξη του υδρογόνου που μπορεί να παράγεται μόνο με ηλεκτρολύτες που προέρχονται από την πυρηνική ενέργεια.
Τσακίρης στο energymag.gr: Τι αλλάζει στα ενεργειακά με την νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου - Τι σημαίνει η εκλογή της Λε Πεν
Ο Θεόδωρος Τσακίρης μιλά για την επόμενη ημέρα των ενεργειακών ζητημάτων μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και εμφανίζεται αισιόδοξος ότι η πολιτική της Λε Πεν, επειδή ακολουθεί τη λογική της ενεργειακής αυτονομίας, θα δώσει έμφαση στις πάγιες πτυχές της ενεργειακής στρατηγικής της Γαλλίας, που είναι περισσότερο πυρηνικά, περισσότερες μπαταρίες , ΑΠΕ και λιγότερο φυσικό αέριο.
Τσακίρης στο energymag.gr: Τι αλλάζει στα ενεργειακά με την νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου - Τι σημαίνει η εκλογή της Λε Πεν