Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο κλίμα, καθώς ο αμυντικός τομέας αντιπροσωπεύει ήδη το 5,5% των παγκόσμιων εκπομπών και οι πόλεμοι συχνά παράγουν τόσες εκπομπές όσο ολόκληρα έθνη, προειδοποιεί η Allianz Research.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Allianz, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις στους στόχους της Ευρώπης για το κλίμα. Μια μετατόπιση από τη βασική γραμμή του ΝΑΤΟ του 2% των αμυντικών δαπανών του ΑΕΠ στο 3,5% θα μπορούσε να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη προσφέροντας ετήσια ώθηση του ΑΕΠ μεταξύ του 0,2% και του 0,5% κατά μέσο όρο για την Ευρωζώνη ετησίως από 1% του ΑΕΠ επιπλέον αμυντικών δαπανών, ιδιαίτερα εάν οι επενδύσεις δώσουν προτεραιότητα σε όπλα υψηλής τεχνολογίας, εγχώριας κατασκευής. Αυτό όχι μόνο θα ενίσχυε την τεχνολογική ανάπτυξη και θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας, αλλά θα μείωνε επίσης την εξάρτηση από ξένα αμυντικά συστήματα, ενισχύοντας τη στρατηγική αυτονομία.
Ωστόσο, οι ευρύτερες επιπτώσεις αυτής της αλλαγής πολιτικής εκτείνονται πολύ πέρα από τα οικονομικά. Οι κλιματικές συνέπειες είναι τεράστιες, τονίζει η Allianz. Ο αμυντικός τομέας συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που έχουν τις μεγαλύτερες εκπομπές άνθρακα, με στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατασκευή εξοπλισμού και αλυσίδες εφοδιασμού να είναι υπεύθυνες για 2.750 μεγατόνους CΟ2, ή το 5,5% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών. Αν ήταν χώρα, θα κατατάσσονταν ως η τέταρτη μεγαλύτερη σε εκπομπές διεθνώς, ξεπερνώντας το συνολικό αποτύπωμα άνθρακα της Ρωσίας και ολόκληρης της αφρικανικής ηπείρου, όπως τονίζει ο οίκος.
Η συμβολή των χωρών του ΝΑΤΟ στις στρατιωτικές εκπομπές είναι περίπου 8,5% με εκπομπές ύψους 233 μεγατόνους CO2. Σε αυτό το πλαίσιο, η επέκταση της εγχώριας παραγωγής όπλων θα αύξανε το αποτύπωμα άνθρακα αρκετών βιομηχανιών όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Allianz, εάν η Γαλλία και η Γερμανία ευθυγραμμίσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες με το σημείο αναφοράς του 3,5%, οι εκπομπές τους θα αυξάνονταν κατά 38 και 65 μεγατόνους CO2, αντίστοιχα, ίσο με το 47% και το 22% των συνολικών εκπομπών τους, αντίστοιχα. Αυτό θα έθετε τη Γαλλία και τη Γερμανία πίσω κατά πέντε και τρία χρόνια, αντίστοιχα, στην πορεία τους να φτάσουν το net zero μέχρι το 2050.
Πέρα από το καταστροφικό ανθρώπινο κόστος τους, οι συγκρούσεις επιβάλλουν ένα σοβαρό και συχνά αγνοούμενο βάρος στο κλίμα, παράγοντας ανάλογες εκπομπές όσες ολόκληρα έθνη. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι ένοπλες συγκρούσεις, υπεύθυνες για το θάνατο άνω του 1 εκατομμυρίου ανθρώπων, συνέβαλλαν στους 901 μεγατόνους CO2 των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό το εντυπωσιακό ποσοστό είναι τρεις φορές υψηλότερο από τις εκπομπές ολόκληρης της στρατιωτικής βιομηχανίας του ΝΑΤΟ το 2023 και ισοδυναμεί με τις μισές εκπομπές της Αφρικής την ίδια χρονιά, παρατηρεί η Allianz.
Συγκρίνοντας το αποτύπωμα άνθρακα του πολέμου με τις εθνικές εκπομπές, η κλίμακα του αντίκτυπου είναι εντυπωσιακή, τονίζει.Για παράδειγμα, μόνο τρεις μεγάλες συγκρούσεις- πόλεμος στην Ουκρανία, ο συριακός εμφύλιος πόλεμος και ο πόλεμος στο Ιράκ - έχουν προκαλέσει περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Βελγίου, της Αυστρίας και της Ελβετίας. Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση στη Γάζα έχει προκαλέσει εκπομπές διπλάσιες από αυτές της Ελβετίας μόνο το 2023. Μια πιο προσεκτική ματιά στη σύγκρουση στην Ουκρανία αποκαλύπτει ότι το 88% των εκπομπών που σχετίζονται με τον πόλεμο προέρχονται από τέσσερις κύριες πηγές. Το μεγαλύτερο μερίδιο, 36,6%, αποδίδεται στην ανακατασκευή κατεστραμμένων υποδομών, υπογραμμίζοντας τη μακροπρόθεσμη περιβαλλοντική ζημιά του πολέμου. Ακολουθούν οι άμεσες επιχειρήσεις πολέμου (24,7%), οι πυρκαγιές που προκαλούνται από επιθέσεις (14,8%) και η πολιτική αεροπορία (12%).
Επίσης, όπως επισημαίνει η Allianz, μια συνεχιζόμενη κλιμάκωση της στρατιωτικής δραστηριότητας θα διαβρώσει περαιτέρω τον περιορισμένο προϋπολογισμό άνθρακα που απομένει για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού, υπονομεύοντας άμεσα τους παγκόσμιους στόχους για το κλίμα. Αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την πρόσφατη ώθηση της ΕΕ για εκ νέου στρατιωτικοποίηση.
Για να αντισταθμιστούν οι σοβαρές κλιματικές συνέπειες της αύξησης των αμυντικών δαπανών, η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει την εξάρτηση του αμυντικού τομέα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βελτιώνοντας παράλληλα την αποτελεσματικότητα σε στρατιωτικές υποδομές και οχήματα, εκτός από την ανάπτυξη μιας συνολικής στρατηγικής που ενσωματώνει αμυντικά και κλιματικά ζητήματα, αναβαθμίζοντας τα στρατιωτικά κτίρια και εγκαταστάσεις για να είναι πιο βιώσιμα και ενσωματώνοντας αρχές βιωσιμότητας στις προμήθειες και την έρευνα, όπως τονίζει ο οίκος.