Τις προβλέψεις τους για τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ενόψει του χειμώνα, δίνουν οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και S&P, έπειτα και από τις πρόσφατες εξελίξεις στις αγορές των δύο εμπορευμάτων.
Fitch
Όπως επισημαίνει η Fitch, η μεγάλη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ+, η αύξηση της προσφοράς και η συγκράτηση της αύξησης της ζήτησης θα περιορίσουν τις τιμές του αργού πετρελαίου Brent στα 80 δολάρια το βαρέλι ή χαμηλότερα το 2024, παρά τον αυξημένο γεωπολιτικό κίνδυνο. Αναμένει ότι η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου θα περιοριστεί κάτω από 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα (MMbpd) το 2024 και το 2025 λόγω της ασθενέστερης κινεζικής κατανάλωσης, των ανησυχιών για τον ρυθμό της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και των κερδών απόδοσης. Για το 2025 τοποθετεί την τιμή του Brent στα 70 δολ. το βαρέλι ενώ στα 65 δολ. το βαρέλι εκτιμά ότι θα κινηθεί το 2026-2027.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει μέτρια αύξηση της προσφοράς φέτος (πολύ κάτω από 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα) και μικρή επιτάχυνση κάτω από τα 2 εκατ. το επόμενο έτος, κυρίως λόγω της παραγωγής στις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Βραζιλία, σημειώνει η Fitch. Στη συνεδρίασή του τον Ιούνιο, ο ΟΠΕΚ+ ανακοίνωσε την παράταση των εθελοντικών περικοπών κατά 2,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα έως τα τέλη Σεπτεμβρίου 2024, αλλά περιέγραψε σχέδια για σταδιακή κατάργησή τους έως τα τέλη Σεπτεμβρίου 2025. Αυτή η προσέγγιση επιβεβαιώθηκε τον Αύγουστο, αλλά η προγραμματισμένη αύξηση της παραγωγής πετρελαίου για τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο αναβλήθηκε τον Σεπτέμβριο για τα τέλη Νοεμβρίου λόγω δυσμενών συνθηκών στην αγορά. Η μεγάλη πλεονάζουσα δυναμικότητα του ΟΠΕΚ+ των 5,5 εκατ. βαρελιών την ημέρα προστατεύει την αγορά σε περίπτωση φυσικών διαταραχών του εφοδιασμού και περιορίζει το μέγεθος και την διάρκεια των αυξήσεων των τιμών, όπως τονίζει ο οίκος.
Σε ότι αφορά το ευρωπαϊκό φυσικό αέριο, η Fitch σημειώνει πως θεωρεί ότι οι τρέχουσες αυξήσεις στις τιμές spot και στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συνδέονται με γεωπολιτικά γεγονότα στη ρωσική περιοχή Kursk και τη Μέση Ανατολή, καθώς και με την υψηλότερη εποχική ζήτηση LNG στην Ασία, ενώ τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς παραμένουν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα.
Η αποθήκευση αερίου της ΕΕ έχει πληρότητα 93% και θα φτάσει σε πλήρη χωρητικότητα πριν από την περίοδο θέρμανσης. Παρά την αναμενόμενη διακοπή των ροών φυσικού αερίου από τον ρωσικό αγωγό μέσω της Ουκρανίας το 2025 μετά τη λήξη της σύμβασης διαμετακόμισης, η Fitch πιστεύει ότι η ασφάλεια του ευρωπαϊκού εφοδιασμού φυσικού αερίου παραμένει ισχυρή λόγω της αυξημένης ικανότητας εισαγωγής LNG της ΕΕ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου, το TTF θα κλείσει το έτος στα 10 δολ. ανά εκατομμύριο κυβικά πόδια (mcf) ένα επίπεδο που θα διατηρηθεί το 2025, ενώ το 2026-2027 θα υποχωρήσει στα 8 με 7 δολ./mcf
S&P
Από την πλευρά του, ο οίκος αξιολόγησης S&P τοποθετεί στα 85 δολ. το βαρέλι την τιμή του Brent για το υπόλοιπο του 2024 ενώ την επόμενη τριετία 2025-2027 την τοποθετεί στα 80 δολ. το βαρέλι, και σε ότι αφορά το φυσικό αέριο εκτιμά πως θα κινηθεί στα 12 δολ. ανά ένα εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες (mmBtu) μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, ένα επίπεδο που θα διατηρηθεί το 2025, ενώ το 2026-2027 εκτιμά πως θα υποχωρήσει στα 10 δολ./mmBtu.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά το πετρέλαιο, μετά τις πρόσφατες ειδήσεις για μη αύξηση της ζήτησης εισαγωγών από την Κίνα ή τη Βόρεια Αμερική, η αίσθηση ότι οι αγορές πετρελαίου θα ήταν σφιχτές έχει σαφώς μετατοπιστεί, όπως σημειώνει η S&P. Οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω των ανησυχιών για την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, ιδιαίτερα από την Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα στον κόσμο, των πρόσφατων αδύναμων οικονομικών στοιχείων και της δυνατότητας για 700.000 βαρέλια ημερησίως της λιβυκής παραγωγής να επανέρχονται στην αγορά.
Προκειμένου να παράσχει κάποια υποστήριξη, ο ΟΠΕΚ αντέστρεψε την απόφασή του να εισαγάγει 180.000 βαρέλια/ημέρα τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Επιπλέον, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν υψηλές, το ασφάλιστρο πολιτικού κινδύνου υποχωρεί επειδή φαίνεται ότι η αγορά έχει υιοθετήσει μία αμφίθυμη στάση ως προς τις επιπτώσεις των συγκρούσεων στην προσφορά πετρελαίου. Ωστόσο, τα αποθέματα αργού πετρελαίου των ΗΠΑ και του ΟΟΣΑ παραμένουν κοντά στα χαμηλά πενταετίας, παρέχοντας περιορισμένη προστασία σε περίπτωση ενδεχόμενης έλλειψης προσφοράς.
Κατά την S&P o ΟΠΕΚ+ θα παραμείνει σαφώς ο «εξισορροπητής» έσχατης ανάγκης, αλλά βρίσκεται σε δύσκολη θέση επειδή ορισμένα μέλη, ιδιαίτερα η Σαουδική Αραβία, θέλουν να στοχεύσουν την τιμή του πετρελαίου Brent στα 80 δολ./βαρέλι για δημοσιονομικούς λόγους, ενώ παράλληλα πρέπει να εξισορροπήσει τις ανησυχίες και την απογοήτευση των άλλων μελών σχετικά με την απώλεια μεριδίου αγοράς λόγω της αυξανόμενης παραγωγής από χώρες εκτός ΟΠΕΚ, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και τον Καναδά, τη Βραζιλία και τη Γουιάνα.
Ο ΟΠΕΚ+ έχει επί του παρόντος περίπου 5,86 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα παραγωγής «εκτός σύνδεσης». Στη συνεδρίασή του τον Ιούνιο του 2024, συμφώνησε να παρατείνει τις δύο περικοπές παραγωγής του: οι περικοπές παραγωγής κατά 3,66 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα παρατάθηκαν κατά ένα χρόνο έως το τέλος του 2025 και οι περικοπές των 2,2 εκατομμυρίων βαρελιών/ημέρα παρατάθηκαν τρεις μήνες έως το τέλος Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους. Την περασμένη εβδομάδα, ο ΟΠΕΚ δήλωσε ότι θα καθυστερήσει να επαναφέρει τα 180.000 από τα 2,2 εκατ. βαρέλια των μειώσεων μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, ενώ συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά. «Πιστεύουμε ότι στη συνεδρίασή του την 1η Δεκεμβρίου, ο ΟΠΕΚ θα επανεξετάσει τη σκοπιμότητα διατήρησης των περικοπών παραγωγής για την στήριξη των αγορών πετρελαίου. Οποιαδήποτε επανεισαγωγή της προσφοράς, δεδομένων των πρόσφατων αδύναμων οικονομικών δεδομένων, θα καταστήσει εξαιρετικά απίθανο ότι ο ΟΠΕΚ+ θα μπορέσει να διατηρήσει την τιμή του πετρελαίου στα 80 δολάρια/βαρέλι», τονίζει η S&P.
Σε ότι αφορά το φυσικό αέριο, η S&P αναθεωρεί προς τα πάνω τις εκτιμήσεις της για τις τιμές του TTF για το υπόλοιπο του 2024 και του 2025 σε 12 δολ./mmBtu από 10 δολ./mmBtu, αντανακλώντας κυρίως τον γεωπολιτικό κίνδυνο. Οι τιμές για το 2027 και το 2028 παραμένουν αμετάβλητες στα 10 δολ./mmBtu. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εξακολουθούν να υφίστανται, κυρίως λόγω της Μέσης Ανατολής και του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, όπως τονίζει Αναμένει περιορισμένες φυσικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια προσφορά LNG, εφόσον η μεταφορά μέσω του στενού του Ορμούζ παραμένει ρευστή. Ωστόσο, η αγορά φαίνεται να περίμενε μέχρι τις αρχές Αυγούστου για να τιμολογήσει τη μείωση από τον Ιανουάριο της μεταφοράς του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, καθώς η πενταετής σύμβαση με την Gazprom λήγει στα τέλη του 2024. Αυτές οι μεταφορές ύψους 2 δισ. κυβικών μέτρων τον μήνα συνεισφέρουν περίπου το 5% της συνολικής παροχής φυσικού αερίου της Ευρώπης. Ενώ και οι δύο παράγοντες φαίνονται μέτριοι όσον αφορά τη συνάφεια με τις φυσικές αγορές φυσικού αερίου, έχουν προκαλέσει πιέσεις στις τιμές.
Άλλοι υποστηρικτικοί παράγοντες για την προμήθεια φυσικού αερίου περιλαμβάνουν τα πρόσφατα έργα συντήρησης στη Νορβηγία (περίπου το 30% της συνολικής ευρωπαϊκής προμήθειας) και τις μικρές καθυστερήσεις στην έναρξη λειτουργίας δύο έργων εξαγωγής LNG της Βόρειας Αμερικής, όπως επισημαίνει η S&P.
Από την πλευρά της ζήτησης, η επιβεβαίωση της ανάκαμψης των εισαγωγών LNG της Ασίας είναι υποστηρικτική. Από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2024, αυξήθηκαν 10% σε ετήσια βάση, ρυθμός που πιθανόν να επιβραδυνθεί τους επόμενους μήνες, αλλά αρκεί ώστε να κρατήσει τις παγκόσμιες τιμές «σφιχτές», αλλά κάτω από τα επίπεδα των 12-14 δολ./mmBtu στα οποία η ζήτηση αναδυόμενων αγορών/Ασίας-Ειρηνικού αρχίζει να καταστρέφεται.
Όσον αφορά τη θέση αποθήκευσης φυσικού αερίου της Ευρώπης, είναι γενικά υψηλά σε όλη την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των πιο ευάλωτων περιοχών της Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης.
Μέχρι στιγμής, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές LNG έχουν υποχωρήσει σε χαμηλά τριετίας, περιορίζοντας την παγκόσμια ζήτηση, με τις εισαγωγές της Ευρώπης να έχουν μειωθεί κατά 25% σε ετήσια βάση. Η ήπια βιομηχανική ανάκαμψη, μια συντονισμένη προσπάθεια για μείωση της οικιακής ζήτησης και λιγότερη χρήση του αερίου για ενέργεια καθώς οι ανανεώσιμες πηγές συνεχίζουν να υποκαθιστούν τα ορυκτά καύσιμα, έχουν παίξει ρόλο στις χαμηλότερες εισαγωγές LNG, καταλήγει ο οίκος.