Οι τιμές του πετρελαίου Brent έχουν υποχωρήσει από πάνω από 80 δολ./βαρέλι στα μέσα Ιανουαρίου σε 70 δολ./βαρέλι παρά τα σχετικά σταθερά και χαμηλά αποθέματα. Το sell-off, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs, αντανακλά ως επί το πλείστον μια μετατόπιση της εστίασης της αγοράς από τον καθοδικό κίνδυνο για την προσφορά της Ρωσίας και του Ιράν σε μια πιο ήπια αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ, και οι λόγοι είναι τρεις, οι εξής:
Πρώτον, οι αντιληπτοί κίνδυνοι για την προσφορά πετρελαίου της Ρωσίας και του Ιράν μειώθηκαν καθώς η κυβέρνηση Τραμπ πρότεινε διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία για μια πιθανή κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία και με το Ιράν για μια πιθανή πυρηνική συμφωνία.
Δεύτερον, όπως προσθέτει η αμερικάνικη τράπεζα, οι αγορές επικεντρώνονται έντονα πλέον στους κινδύνους για την ανάπτυξη των ΗΠΑ, καθώς οι δασμοί έχουν οδηγήσει σε άλμα στην αβεβαιότητα των πολιτικών. Οι συγχρονισμένες μειώσεις στις μακροπρόθεσμες τιμές του πετρελαίου, στις μακροπρόθεσμες ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου και ο παράγοντας ανάπτυξης στις ΗΠΑ, υποδηλώνουν ότι η μετατόπιση των κινδύνων για τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ρωσίας και την ανάπτυξη των ΗΠΑ συμβάλλουν στο sell-off του πετρελαίου.
Τρίτον, οι συνομιλίες με πελάτες που είχε η Goldman υποδηλώνουν ότι αρκετοί επενδυτές έχουν αναθεωρήσει την εκτίμησή τους για τους κινδύνους για την προσφορά του ΟΠΕΚ+ μετά την απόφαση να προχωρήσει σε σταδιακή και ευέλικτη επιστροφή των 2,2 εκατ. βαρελιών την ημέρα των εθελοντικών περικοπών από τον Απρίλιο. Ενώ οι αυξήσεις είχαν ανακοινωθεί προηγουμένως και ενδέχεται να τεθούν σε παύση ή να αντιστραφούν, περίπου το 80% των εμπόρων και των αναλυτών που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg περίμεναν παράταση των περικοπών.
Αν και το sell-off είναι μεγαλύτερο από τη μεταβολή στα βασικά οικονομικά δεδομένα, η αμερικάνικη τράπεζα μειώνει κατά 5 δολάρια την πρόβλεψή της για το Brent για τον Δεκέμβριο του 2025 σε 71 δολ./βαρέλι (και για το αργό των ΗΠΑ, WTI, σε 67 δολάρια), το εύρος για το Brent στα 65-80 δολάρια και τη μέση πρόβλεψή της για το 2026 στα 68 δολ. για το Brent (για το WTI στα 64 δολάρια).
Αυτή η αναθεώρηση αντικατοπτρίζει δύο βασικές αλλαγές, όπως εξηγεί η Goldman Sachs.
Πρώτον, αναμένει τώρα ότι η ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 0,9 εκατ. βαρέλια/ημέρα το 2025 (έναντι 1,1 εκατ. βαρέλια την ημέρα πριν), ενσωματώνοντας βραδύτερη αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ με υψηλότερους δασμούς.
Οι οικονομολόγοι της πλέον εκτιμούν ότι από 2,4% που ήταν η πρόβλεψή την ανάπτυξη του ΑΕΠ των ΗΠΑ ετησίως στο δ’ τρίμηνο του 2025, πλέον θα κινηθεί στο 1,7%, και αυτή είναι η πρώτη τους πρόβλεψη που είναι κάτω από αυτήν του consensus τα τελευταία 2,5 χρόνια.
Δεύτερον, η Goldman Sachs αναμένει επίσης κάπως υψηλότερη προσφορά του ΟΠΕΚ+. Ενσωματώνει στις εκτιμήσεις της ότι οι αυξήσεις της παραγωγής του ΟΠΕΚ+ θα ξεκινήσουν τον Απρίλιο (έναντι Ιουλίου πριν) μετά την απόφαση της περασμένης εβδομάδας, πιθανότατα αντανακλώντας εν μέρει την εστίαση στην υποστήριξη της συμμόρφωσης και εξακολουθεί να υποθέτει αυξήσεις της παραγωγής για 4 μήνες συνολικού ύψους ταχύτητας 430 χιλιάδων βαρελιών τη ημέρα.

Επίσης, ενσωματώνει τους ρυθμούς προσφοράς από τους εξαιρούμενους παραγωγούς του ΟΠΕΚ, τη Λιβύη και το Ιράν. Ειδικότερα, αυξάνει την πρόβλεψή της για την προσφορά της Λιβύης κατά 60 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα και μεταθέτει την υπόθεσή της ότι η προσφορά αργού στο Ιράν θα μειωθεί στα 3,15 εκατ. βαρέλια τη ημέρα μέχρι το καλοκαίρι του 2025.
Τούτου λεχθέντος, η αμερικάνικη τράπεζα αναμένει ότι οι τιμές θα ανακάμψουν μέτρια τους επόμενους μήνες, με το Brent και το WTI να ανεβαίνουν στα 74 και 70 δολάρια, αντίστοιχα, καθώς υποθέτει ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι πιο ανθεκτική από ότι έχει αποτιμηθεί και εκτιμά πως δεν θα υπάρξει καμία χαλάρωση των ενεργειακών κυρώσεων στη Ρωσία μετά από μια πιθανή συμφωνία Ρωσίας-Ουκρανίας, η οποία πιθανότατα θα επιβάρυνε πολύ λιγότερο τις τιμές του πετρελαίου παρά τις τιμές του φυσικού αερίου. Οι κίνδυνοι για τις τιμές του πετρελαίου βραχυπρόθεσμα είναι αμφίπλευροι, όπως τονίζει, αλλά είναι ανοδικοί σε απόλυτη εικόνα, καθώς η προσφορά μπορεί να μειωθεί (π.χ. πριν ενόψει των διαπραγματεύσεων των ΗΠΑ), όπως εξηγεί. Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι για τις προβλέψεις της ωστόσο παραμένουν καθοδικοί, όπως προσθέτει, δεδομένης πιθανής περαιτέρω κλιμάκωσης των δασμών και δυνητικά μεγαλύτερης αύξησης της παραγωγής του ΟΠΕΚ+.
