Το πετρέλαιο συνέχισε το σερί ισχυρών απωλειών για τρίτη συνεχόμενη ημέρα, λόγω των ανησυχιών των επενδυτών ότι οι ΗΠΑ μπορεί να οδεύουν σε ύφεση, κάτι το οποίο έχει επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές για τη ζήτηση του αργού. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, με τις αυξανόμενες ανησυχίες για μια άμεση σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ, αναμένεται να ενισχύσουν τη μεταβλητότητα στις αγορές πετρελαίου.
Η οικονομία των ΗΠΑ έδειξε σημάδια αδυναμίας τον περασμένο μήνα, καθώς η μεταποιητική δραστηριότητα συρρικνώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό από τον Δεκέμβριο του 2023 και η αύξηση της απασχόλησης επιβραδύνθηκε σημαντικά. Επίσης ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας ανήλθε απροσδόκητα στο 4,3%, το υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2021.
Αυτά τα νέα στοιχεία έχουν πυροδοτήσει ανησυχίες ότι η οικονομία θα μπορούσε να διολισθήσει σε ύφεση, κάτι το οποίο και οδήγησε σε απότομο ξεπούλημα και στα εμπορεύματα κατά τις δύο τελευταίες συνεδριάσεις.
Μετά την έκθεση για τις θέσεις εργασίας του Ιουλίου, πολλοί οικονομολόγοι επέκριναν την Fed ότι έχει κρατήσει τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένη περίοδο και υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να τα είχε μειώσει τα επιτόκια την περασμένη εβδομάδα για να στηρίξει την οικονομία, καθώς τα στοιχεία της αγοράς εργασίας δείχνουν σημάδια αποδυνάμωσης. Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που «συστήνουν» στην Fed να προχωρήσει σε έκτακτη μείωση των επιτοκίων και να μην περιμένει τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Η Goldman Sachs προχώρησε σε αύξηση της πιθανότητας ύφεσης στις ΗΠΑ το επόμενο έτος, ωστόσο, σημείωσαν επίσης ότι υπάρχουν διάφοροι λόγοι οι οποίοι κάνουν την ύφεση δύσκολο να υλοποιηθεί παρά το άλμα της ανεργίας. «Έχουμε αυξήσει τις πιθανότητες ύφεσης στους επόμενους 12 μήνες κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες στο 25%. Συνεχίζουμε να βλέπουμε τον κίνδυνο ύφεσης περιορισμένο όχι μόνο επειδή τα δεδομένα φαίνονται καλά συνολικά και δεν βλέπουμε μεγάλες χρηματοοικονομικές ανισορροπίες, αλλά και επειδή -όπως τόνισε ο πρόεδρος Πάουελ την περασμένη εβδομάδα- η Fed έχει 525 μονάδες βάσης περιθώριο για να μειώσει τα επιτόκια και σίγουρα θα σπεύσει να στηρίξει την οικονομία εάν χρειαστεί», όπως σημείωσε η Goldman.
Σε αυτό πλαίσιο, η αμερικάνικη τράπεζα αλλάζει την πρόβλεψή για την Fed μετά και τη δημοσίευση των στοιχείων της απασχόλησης την περασμένη Παρασκευή, βλέποντας πλέον τρεις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης η κάθε μία, τον Σεπτέμβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο (έναντι τριμηνιαίων μειώσεων προηγουμένως).
Παράλληλα, η Goldman Sachs δεν αλλάζει ωστόσο την πρόβλεψή της για την πορεία της τιμής του πετρελαίου. Εξακολουθεί να προβλέπει ότι η τιμή του Brent θα κινηθεί σε ένα εύρος 75-90 δολαρίων το βαρέλι έως το επόμενο έτος, δεδομένης της εκτίμησής της για την πορεία του ΑΕΠ και για τη ζήτηση πετρελαίου (βάσει σταθερών πολιτικών των ΗΠΑ) και της εξισορρόπησης της αγοράς του ΟΠΕΚ+. Αναλύει ωστόσο τους κινδύνους σε αυτή την εκτίμηση από μια πιθανή δεύτερη θητεία Τραμπ.
‘Όπως επισημαίνει, ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα έχει περιορισμένα εργαλεία για να ενισχύσει σημαντικά την προσφορά πετρελαίου το 2025. Η ρυθμιστική χαλάρωση μπορεί να ενισχύσει σημαντικά μόνο την μακροπρόθεσμη προσφορά στις ΗΠΑ και τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου είναι χαμηλά. Ενώ οι αποφάσεις του ΟΠΕΚ+ και οι κυρώσεις των ΗΠΑ μπορούν κατ' αρχήν να μεταβάλουν τη διεθνή προσφορά, η αμερικάνικη τράπεζα δεν αναμένει μεγάλη ώθηση της προσφοράς βάσει της πολιτικής των ΗΠΑ επειδή 1) ο ΟΠΕΚ+ είναι ανεξάρτητος, 2) οι κυρώσεις δεν περιορίζουν σημαντικά τους όγκους της Ρωσίας και 3) η προσφορά του Ιράν είναι ήδη υψηλή.
Η πτώση της προσφοράς στο Ιράν λόγω των κυρώσεων, υπό τον Τραμπ το 2018, υποδηλώνει ότι οι κίνδυνοι για την εκτίμηση της Goldman για σταθερή προσφορά του Ιράν το 2025 στρέφονται προς τα κάτω. Σε ένα σενάριο όπου η προσφορά του Ιράν μειώνεται κατά 1 εκατ. βαρέλια/ημέρα, άλλοι παραγωγοί του ΟΠΕΚ+ πιθανότατα θα καλύψουν σταδιακά το έλλειμμα, γεγονός που θα περιόριζε την κορύφωση των τιμών του πετρελαίου από τα μειωμένα αποθέματα και την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στα 9 δολ./βαρέλι.
Ενώ υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική, οι δασμοί στις εισαγωγές αργού από τις ΗΠΑ φαίνονται απίθανοι. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι το «χτύπημα» στην τιμή του πετρελαίου έως το 2025 θα είναι της τάξης των 11 δολ./βαρέλι ως αποτέλεσμα του ασθενέστερου ΑΕΠ και της ασθενέστερης ζήτησης πετρελαίου σε ένα σενάριο όπου οι ΗΠΑ επιβάλλουν γενικούς δασμούς 10% στις εισαγωγές αγαθών.
Το εκτιμώμενο χτύπημα στις τιμές του πετρελαίου από τους δασμούς αυξάνεται στα 19 δολ./βαρέλι σε ένα σενάριο όπου η Fed καθυστερεί να μειώσει τα επιτόκια πέρα από το 2025 λόγω του υψηλότερου δομικού πληθωρισμού - με το Brent να κινείται έτσι στα 62 δολ./βαρέλι το τέταρτο τρίμηνο του 2025 έναντι της πρόβλεψης της G.S για 81 δολ. το βαρέλι-, αλλά μετριάζεται στα 6 δολ./βαρέλι εάν η Fed δεν καθυστερήσει της μειώσεις επιτοκίων και ο ΟΠΕΚ+ αντιστρέψει τις ανακοινωθείσες αυξήσεις της προσφοράς.
Οι μειωμένη κίνδυνοι από την πολιτική των ΗΠΑ ενισχύουν την άποψή της ότι το Brent θα κινηθεί στα 75-90 δολάρια έως το 2025, δεδομένης και της υψηλής πλεονάζουσας χωρητικότητας. Επιπλέον, επισημαίνει, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ, ο κίνδυνος ύφεσης γενικά μειώνει τις προοπτικές της ζήτησης πετρελαίου. Σε ένα σενάριο μέτριας ύφεσης , με το συνολικό χτύπημα στο ΑΕΠ να μην ξεπερνά το 4% και με τον ΟΠΕΚ να αντιστρέφει τις αυξήσεις προσφοράς που αναμενόταν από τον Οκτώβριο υο 2024, τότε το Brent θα υποχωρήσει στα 51 δολάρια το βαρέλι, όπως εκτιμά
Την ίδια στιγμή, 36 αναλυτές που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters διατηρούν επίσης αμετάβλητες τις προβλέψεις τους για την τιμή του πετρελαίου. Ειδικότερα, προβλέπουν ότι το αργό Brent θα κινηθεί σε μέσο όρο στα 83,66 δολ. το βαρέλι στο σύνολο του 2024 και το αργό πετρέλαιο των ΗΠΑ στα 79,22 δολάρια .
Η πλειονότητα των αναλυτών αναμένει ωστόσο ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου να αυξηθεί μεταξύ 1 και 1,5 εκατομμυρίου βαρελιών την ημέρα το 2024, σε σύγκριση με την πρόβλεψη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας για λίγο λιγότερο από ένα εκατομμύριο.
Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα αυξημένα ασφάλιστρα γεωπολιτικού κινδύνου είναι εδώ για να μείνουν. «Οι κύριοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εξακολουθούν να προέρχονται από τη Μέση Ανατολή, είτε πρόκειται για κλιμάκωση της σύγκρουσης σε περιφερειακό πόλεμο είτε για απειλή για τη ναυτιλία από τα χτυπήματα των Χούτι στην Ερυθρά Θάλασσα», επισημαίνει το Economist Intelligence Unit.
Οι αναλυτές αναμένουν επίσης ότι ο ΟΠΕΚ+ θα συνεχίσει να τηρεί το σχέδιό του για παράταση των περικοπών παραγωγής κατά 3,66 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος του 2025, ενώ θα καταργήσει σταδιακά πρόσθετες περικοπές 2,2 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα από τον Οκτώβριο του 2024.