Παραμένει πολύ επιφυλακτική για τις προοπτικές των βασικών μετάλλων η Citigroup για το τρίτο τρίμηνο λόγω της προοπτικής για περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας και των οικονομικών δεδομένων των ΗΠΑ, προτού η Fed αλλάξει τη στάση της στα επιτόκια. Συνεπώς, όπως τονίζει, η άνοδος στις τιμές των βασικών μετάλλων το αμέσως επόμενο διάστημα είναι απίθανη, τη στιγμή που οι κίνδυνοι διόρθωσης παραμένουν και θα χρειαστεί κάποιος χρόνος προτού επιστρέψει η bull market του κλάδου.
Τα risk assets υπέστησαν ισχυρή ανατιμολόγηση αυτή την εβδομάδα λόγω της ανησυχίας των επενδυτών για αυξημένη πιθανότητα η οικονομία των ΗΠΑ να οδεύει προς σκληρή προσγείωση και ότι η Fed έχει ήδη καθυστερήσει πολύ τις μειώσεις επιτοκίων σε αυτό το επιδεινούμενο οικονομικό περιβάλλον. Για τα μέταλλα, αυτό προστίθεται στις ήδη υπάρχουσες ανησυχίες για τη ζήτηση από την Κίνα και τα αυξανόμενα αποθέματα, τονίζει η Citi.
Όπως εξηγεί, ενώ η συνεχιζόμενη μείωση της τοποθέτησης των επενδυτών και η ασθενέστερη τιμολόγηση παρουσιάζει μερικές ενδιαφέρουσες ευκαιρίες αγοράς (όπως στο αλουμίνιο και τον ψευδάργυρο), δεν βλέπει ισχυρούς βραχυπρόθεσμους καταλύτες για ένα ανανεωμένο ράλι στον χαλκό και για αύξηση των θέσεων των επενδυτών στα βασικά μέταλλα γενικότερα, έως ότου ξεκινήσει ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων της Fed και οδηγήσει σε ανάκαμψη στους δείκτες PMI της μεταποίησης, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών για την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως τονίζει. Η ίδια αναμένει ότι η Fed θα ξεκινήσει το φθινόπωρο τον κύκλο χαλάρωσης με μειώσεις επιτοκίων ύψους 50 μ.β τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο, ακολουθούμενες από μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης σε κάθε επόμενη συνεδρίαση έως ότου τα επιτόκια φτάσουν το 3-3,25% στα μέσα του 2025.
Παράλληλα, η υποτονική ανάπτυξη της Κίνας, η απογοήτευση από την Τρίτη Ολομέλεια και η έλλειψη σημαντικής πολιτικής απάντησης στην πρόσφατη συνεδρίαση του Politburo επιβαρύνουν τις προοπτικές για τα μέταλλα βραχυπρόθεσμα. Πάντως, η Citi παραμένει πεπεισμένη ότι η Κίνα θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στην περαιτέρω ενίσχυση της υποστήριξης για «πράσινους» τομείς όπως το ηλεκτρικό δίκτυο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως «μοχλοί» της ανάπτυξης, ιδιαίτερα ως απάντηση στην αδυναμία του τομέα ακινήτων και τις εξωτερικές πιέσεις που απειλούν την τρέχουσα εξαγωγική ισχύ της. Συνεπώς, νέοι καταλύτες για τα μέταλλα αναμένεται να εμφανιστούν στη συνέχεια από το μέτωπο «Κίνα».
Κατά τη Citi, μπορεί ο καταναλωτικός κλάδος να περιορίσει την πτώση του χαλκού, αλλά ένα ανανεωμένο ράλι του μετάλλου προς τα υψηλά του Μαΐου χρειάζεται ανανεωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην παγκόσμια ανάκαμψη της μεταποίησης. Για αυτό πιστεύει ότι η αγορά χρειάζεται πρώτα καταλύτες, π.χ. ένα λιγότερο περιοριστικό περιβάλλον επιτοκίων μετά από μειώσεις επιτοκίων της Fed ή/και ένα σημαντικό πακέτο χαλάρωσης της πολιτικής για την Κίνα. Δεύτερον, χρειάζεται βελτιώσεις των PMI, ιδιαίτερα στην Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Και τα δύο χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν και να σηματοδοτήσουν ένα νέο bull market ράλι στα μέταλλα έως το δ’ τρίμηνο του 2024 ή τις αρχές του 2025 και όχι τους επόμενους δύο μήνες.
Παρά το τόσο αβέβαιο περιβάλλον, η Citi πιστεύει ότι το αλουμίνιο και ο ψευδάργυρος θα προσφέρουν συναρπαστικές ευκαιρίες αγοράς με τα δύο μέταλλα να διαπραγματεύονται πιο κοντά στα επίπεδα στήριξης του κόστους.
«Μας αρέσει ο χαλκός από μεσοπρόθεσμη προοπτική, αλλά βλέπουμε περιορισμένη ανοδική πορεία πολύ βραχυπρόθεσμα, καθώς οι επενδυτές περιμένουν να βελτιωθούν τα οικονομικά και φυσικά δεδομένα», όπως σημειώνει.
Η αμερικάνικη τράπεζα, πρόσφατα αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τις τιμές των βασικών μετάλλων, σημειώνοντας πως βλέπει η πτώση στο αλουμίνιο να περιορίζεται περίπου στα 2.000 με 2.200 δολάρια ο τόνος. Βλέπει επίσης πολλούς διαρθρωτικούς ανέμους για την ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής αλουμινίου σε μεσοπρόθεσμη βάση στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιέζουν τη βιομηχανία να απελευθερωθεί από τον άνθρακα και η χωρητικότητα πλησιάζει το ανώτατο όριο των 45 εκατ. τόνων ετησίως που έχει θέσει στόχο η Κίνας.
Ομοίως, αναφέρει, «μας αρέσει ο ψευδάργυρος, καθώς πιστεύουμε ότι η υποστήριξη οριακού κόστους στα περίπου 2.300-2.400 δολ. ο τόνος (τιμή spot στα 2.600 δολ./τόνος) κινδυνεύει να διαιωνίσει τις πιέσεις στην αύξηση της προσφοράς». Αυτό περιορίζει την πιθανότητα πτώσης της τιμής του ψευδάργυρου, ενώ τόσο ο ψευδάργυρος όσο και το αλουμίνιο αναμένεται να επωφεληθούν από ενδεχόμενες θετικές μακροοικονομικές εκπλήξεις.