Στις κυψέλες καυσίμου στερεού οξειδίου (SOFC) και στις τεχνολογίες υδρογόνου, που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στον εξηλεκτρισμό του αυτοκινήτου και της βιομηχανίας στα επόμενα χρόνια δίνει έμφαση ο Γερμανικός κολοσσός της Bosch με βάση όσα ανέφερε σε συνέντευξη τύπου χθες η διοίκηση του Ελληνικού βραχίονα της εταιρείας.
Έτσι, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Κάπρας, Διευθύνων Σύμβουλος της Bosch Ελλάδας, επενδύει 10 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία στοχεύοντας στην επιτάχυνση της μετάβασης καθώς η ζήτηση είναι ήδη υψηλή για νέες τεχνολογίες. Ενδεικτικό είναι ότι τα 10 δισ. ευρώ του τζίρου του 2021 προήλθαν από την ηλεκτροκίνηση. Μάλιστα αναμένεται η συνεισφορά της ηλεκτροκίνησης στην κερδοφορία να έχει περαιτέρω ανάπτυξη δεδομένου του στόχου της ΕΕ να βάλει τέλος στις πωλήσεις νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035.
Παράλληλα η μετάβαση στις τεχνολογίες υδρογόνου θα συνεισφέρει στην ικανοποίηση των φιλόδοξων στόχων που έχει θέσει η Bosch απέναντι σε προκλήσεις όπως η κλιματική κρίση.
Η Bosch το 2020 ήταν η πρώτη εταιρεία παγκοσμίως με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα. Έχοντας πετύχει νωρίτερα τον συγκεκριμένο στόχο που είχε θέσει για το 2021 στοχεύει πλέον σε μείωση του CO2 σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα κατά 15% μέχρι το 2030.
Η Ελλάδα
Και στην Ελλάδα η Bosch σχεδιάζει έργα στον τομέα της πράσινης και έξυπνης κινητικότητας και προωθεί επένδυση περίπου μισού εκατ. ευρώ για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ στις εγκαταστάσεις της στο Κορωπί, με στόχο να καλύψει πάνω από 95% των αναγκών της σε ηλεκτρικό ρεύμα.
Στο μεταξύ διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης καταγράφει η θυγατρική του ομίλου Bosch, Robert Bosch AE, στην χώρα μας, ενώ σταθερές επιδόσεις παρουσιάζει και το κομμάτι των οικιακών συσκευών, παρότι ο όμιλος της Bosch εγκατέλειψε πέρυσι κάθε παραγωγική δραστηριότητα στην χώρα μας, κλείνοντας πέρυσι το εργοστάσιο της Pitsos.
«Η απόδοση της εταιρείας ξεπέρασε τις προσδοκίες μας το 2021 και άγγιξε ρυθμούς ανάπτυξης προ πανδημίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Κάπρας, Διευθύνων Σύμβουλος της Bosch Ελλάδας.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η Bosch, έκλεισε το οικονομικό έτος του 2021 με 221 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά τις ενοποιημένες πωλήσεις στην Ελλάδα, καταγράφοντας έτσι μια ανάπτυξη ύψους 16% σε σύγκριση με το περασμένο έτος. Εξ αυτών τα 156 εκατ. ευρώ ήταν ο τζίρος των οικιακών συσκευών ενώ τα 65 εκατ. ευρώ περίπου, αυτός της Robert Bosch, με καλές επιδόσεις και στους τρεις τομείς της.
Για την ακρίβεια, ο τομέας της αυτοκίνησης, ο οποίος κυριαρχεί, σημείωσε αύξηση πωλήσεων της τάξης του 16,8% φθάνοντας τα 41,7 εκατ. ευρώ. Το τμήμα των ηλεκτρικών εργαλείων έφτασε τα 11,4 εκατ. Ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 30,2% ενώ το τμήμα Ενέργειας και Τεχνολογίας Κτιρίων κινήθηκε ανοδικά κατά 10,1%, στα 11,7 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 9,5 εκατ. ευρώ ήταν σχετικά με προϊόντα θέρμανσης, όπως λέβητες.
Η ανοδική πορεία μάλιστα συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, με την θυγατρική να έχει αυξήσει κατά 22% τον τζίρο της, διατηρώντας μέχρι και σήμερα ένα διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης.
Πάντως η διοίκηση εξέφρασε συγκρατημένη αισιοδοξία για την συνέχεια εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων. «O κίνδυνος της ύφεσης για το 2023 είναι ορατός, ο κύκλος των ανατιμήσεων δεν φαίνεται να κλείνει, γεγονός που θα μπορούσε δυνητικά να επηρεάσει τα αποτελέσματα» επεσήμανε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, μέχρι και σήμερα η Robert Bosch έχει κοινοποιήσει στους πελάτες της νέους τιμοκαταλόγους που θα τεθούν σε ισχύ από τον Ιούλιο και οι οποίοι περιλαμβάνουν μια μεσοσταθμική αύξηση της τάξης του 10%. Παρότι οι προαναφερθείσες ανατιμήσεις δεν έχουν επιδράσει αρνητικά στις πωλήσεις μέχρι σήμερα - «οι πελάτες φάνηκε να τις θεωρούν αναμενόμενες» όπως τόνισε ο κ. Κάπρας - θα μπορούσαν να μην σταματήσουν εδώ, γεγονός που θα καθοριστεί από τις παγκόσμιες εξελίξεις, σύμφωνα με τον ίδιο. «Οι αυξήσεις που κάνουμε είναι για να περιορίσουμε την ζημιά κι όχι για να βγάλουμε κέρδος» ανέφερε χαρακτηριστικά τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα εντοπίζεται σε πρώτες ύλες και μεταφορικά. «Πριν τον πόλεμο η Bosch είχε δικό της τρένο που μετέφερε εμπορεύματα και πρώτες ύλες από την Κίνα στην Ευρώπη. Η σύνδεση όμως διακόπηκε μετά τον πόλεμο, επαναφέροντας το πρόβλημα των μεταφορών» όπως εξήγησε.