Ενώ τα θεμελιώδη στοιχεία της ενεργειακής αγοράς δείχνουν ότι οι τιμές του πετρελαίου θα μειωθούν λίγο περισσότερο και οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου και του ασιατικού LNG θα παραμείνουν υψηλότερες από ό,τι πριν από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, το αβέβαιο γεωπολιτικό σκηνικό είναι ένας σημαντικός «μπαλαντέρ» για τις ενεργειακές αγορές το 2025, τονίζει η Capital Economics. Σε αυτό το πλαίσιο, ο οίκος εξετάζει πώς οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να επηρεάσουν τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2025, απαντώντας στα πιο κρίσιμα ερωτήματα της αγοράς.
Πόσο ασφάλιστρο γεωπολιτικού κινδύνου αποτιμάται επί του παρόντος στην αγορά πετρελαίου;
Η άποψη της Capital Economics είναι ότι το ασφάλιστρο γεωπολιτικού κινδύνου για το πετρέλαιο πιθανότατα δεν είναι πολύ υψηλό αυτήν τη στιγμή, ίσως κάπου στα 3-5 δολάρια ανά βαρέλι. Οι πρόσφατες περίοδοι όπου παρατηρήθηκε άνοδος των τιμών του πετρελαίου ως αποτέλεσμα ενός υψηλότερου ασφάλιστρου κινδύνου ήταν γύρω από τις περιόδους άμεσης σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Η τιμή του αργού πετρελαίου Brent άγγιξε τα 80 δολάρια το βαρέλι και η αστάθεια εκτοξεύτηκε κατά την περίοδο που οι δύο χώρες αντάλλασσαν πυραυλικά χτυπήματα. Αλλά οι τιμές και η αστάθεια έχουν υποχωρήσει από τότε.
Θα μπορούσε το ασφάλιστρο κινδύνου να αυξηθεί το 2025; Ποιοι είναι οι βασικοί κίνδυνοι; Αλλάζει την εικόνα η κατάπαυση του πυρός Ισραήλ-Χεζμπολάχ;
Όπως συμβαίνει εδώ και ένα χρόνο, ο κύριος κίνδυνος να προκληθεί σημαντική αύξηση του ασφάλιστρου κινδύνου πετρελαίου ( δηλαδή της διαφορά μεταξύ των αναμενόμενων τιμών και των futures πετρελαίου) θα ήταν μια κλιμάκωση στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή που θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια προσφορά. Η κατάπαυση του πυρός Ισραήλ-Χεζμπολάχ δεν αλλάζει δραστικά την ισορροπία των πιθανοτήτων γύρω από τους πιο ακραίους κινδύνους που αντιμετωπίζει η αγορά πετρελαίου. Η πιο άμεση ανησυχία είναι ότι η διεύρυνση της σύγκρουσης έχει ως αποτέλεσμα τη στόχευση της ενεργειακής υποδομής του Ιράν (το Ιράν αντιπροσωπεύει το 3-4% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου) και ότι αυτό ίσως πυροδοτήσει επακόλουθα αντίποινα από το Ιράν έναντι άλλων παραγωγών ενέργειας στον Κόλπο.
Ο άλλος κίνδυνος είναι το Ιράν να επιχειρήσει αποκλεισμό του Στενού του Ορμούζ, σημειώνει η Capital Economics. Περίπου το 25% και το 20% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου πετρελαίου και LNG, διέρχονται από εκεί, αντίστοιχα. Κάποιο εμπόριο πετρελαίου θα μπορούσε να παρακάμψει το Στενό του Ορμούζ μέσω αγωγού, αν και σύμφωνα με την εκτίμηση της EIA υπάρχουν μόνο 3,5 εκατομμύρια βαρέλια τη ημέρα πραγματικής αχρησιμοποίητης χωρητικότητας από αυτούς τους αγωγούς. Επιφανειακά, τονίζει ο οίκος, ένας αποκλεισμός θα μπορούσε να μειώσει δραστικά την προσφορά LNG σε μια αγορά που έχει ήδη σφίξει τον τελευταίο χρόνο. Τούτου λεχθέντος, οι θερμότερες σχέσεις μεταξύ του Ιράν και άλλων χωρών του Κόλπου θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη διατήρηση ορισμένων εξαγωγών LNG από το Κατάρ, ιδιαίτερα δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος κατευθύνεται προς την Κίνα.
Πώς θα αλλάξει ο Τραμπ την… εξίσωση στη Μέση Ανατολή;
Δεν είναι σαφές ποια προσέγγιση θα υιοθετήσει ο Τραμπ απέναντι στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, αν και τα πρόσφατα σχόλιά του υποδηλώνουν ότι είναι πιο πιθανό να παράσχει υποστήριξη στο Ισραήλ για να επιτύχει τους στρατηγικούς του στόχους, παρά να πιέσει το Ισραήλ για αποκλιμάκωση. Ο κίνδυνος είναι ότι η επιστροφή της στάσης κατά του Ιράν από την πρώτη του προεδρική θητεία θα ενισχύσει τη σύγκρουση, παρέχοντας μεγαλύτερη ανοδική πορεία στις τιμές του πετρελαίου, διακινδυνεύοντας τη διάχυση της σύγκρουσης με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου.
Κατά την Capital Economics, Τραμπ μάλλον θα προχωρήσει σε σκληρότερη επιβολή των κυρώσεων από στο Ιράν. Η παραγωγή του Ιράν έχει αυξηθεί αισθητά από τότε που ο Τραμπ αποχώρησε από την εξουσία και, εάν η ιρανική παραγωγή έπεφτε πίσω στο επίπεδο του 2018/2019, αυτό θα μείωνε την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου κατά 1,0-1,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η έκταση του αντίκτυπου της μεγαλύτερης πίεσης κυρώσεων είναι άγνωστη. Το εμπόριο πετρελαίου του Ιράν έχει γίνει πιο περίπλοκο καθώς είναι δύσκολο να εντοπιστεί σε πραγματικό χρόνο και εκμεταλλεύεται τις γκρίζες ζώνες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Κίνα έχει εισάγει μεγάλες ποσότητες ιρανικού αργού, που συνήθως χαρακτηρίζονται ως εισαγωγές από τη Μαλαισία.
Ο Τραμπ μπορεί επίσης να στραφεί ξανά στη Βενεζουέλα, όπως έκανε κατά την πρώτη του θητεία, αλλά με παραγωγή μόλις 0,7 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα, η συνολική επίπτωση στην αγορά θα είναι περιορισμένη.
Το κρίσιμο σημείο σε όλα αυτά είναι, όπως τονίζει η Capital Economics, ότι η αγορά πετρελαίου έχει τελικά περιθώριο να απορροφήσει τον αντίκτυπο ορισμένων από αυτούς τους κινδύνους. Εξάλλου, οι επαναλαμβανόμενες μειώσεις της παραγωγής του ΟΠΕΚ+ τα τελευταία χρόνια έχουν αφήσει τον όμιλο να βρίσκεται σε με 6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα πλεονάζουσας δυναμικότητας. Το 2018, η Σαουδική Αραβία αντιστάθμισε αρχικά την πτώση της ιρανικής παραγωγής λόγω των κυρώσεων, και αυτό συγκράτησε τις τιμές του πετρελαίου.
Ποιες θα ήταν οι συνέπειες μιας λύσης στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας;
Η Capital Economics πιστεύει ότι οποιαδήποτε πτωτική επίδραση στις τιμές του πετρελαίου θα ήταν περιορισμένη. Άλλωστε, μια από τις βασικές εξελίξεις στις συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας και των δυτικών κυρώσεων ήταν η επιτυχής επαναδρομολόγηση του ρωσικού εμπορίου πετρελαίου μακριά από την Ευρώπη σε πρόθυμους αγοραστές όπως η Ινδία και η Κίνας. Ο οίκος αναμένει ότι αυτά τα νέα εμπορικά πρότυπα θα διατηρηθούν σε περίπτωση επίλυσης, αφήνοντας ανεπηρέαστα τα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς πετρελαίου.
Όσον αφορά στο φυσικό αέριο στην Ευρώπη, η εικόνα και οι προοπτικές είναι πιο ασαφείς.
Θα φαινόταν πολιτικά δυσάρεστο για τους ευρωπαίους πολιτικούς να επιστρέψει η ήπειρος στην εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων φυσικού αερίου από τον ρωσικό αγωγό. Ωστόσο, είναι εφικτό οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία να επισυνάπτονται ως προϋπόθεση οποιασδήποτε συμφωνίας με τη μεσολάβηση Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Γενικότερα, ορισμένοι πολιτικοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν υψηλότερες ροές αγωγών ως φθηνότερη επιλογή αντί της συνέχισης της εισαγωγής ρωσικού LNG. Αυτή η πιθανότητα παραμένει ένας μεγάλος κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου, αν και προς το παρόν οι κύριες προκλήσεις για την Ευρώπη ώστε να συνεχίσει τις υπάρχουσες εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία είναι η λήξη της συμφωνίας διαμετακόμισης μέσω Ουκρανίας στο τέλος του έτους και η αβεβαιότητα γύρω από τον αντίκτυπο των ανακοινωθέντων κυρώσεων των ΗΠΑ στην Gazprombank, όπως επισημαίνει η Capital Economics.