Έντεκα ημέρες πριν την εκπνοή του πρώτου μήνα χωρίς οριζόντιες επιδοτήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, οι καταναλωτές συνεχίζουν να αναζητούν τον βηματισμό τους στην νέα κανονικότητα των πολύχρωμων τιμολογίων με το βλέμμα στραμμένο στο χρηματιστήριο ενέργειας. Την ίδια ώρα οι πάροχοι με νέες κινήσεις στη σκακιέρα της αγοράς προσπαθούν να προσεγγίσουν περισσότερους καταναλωτές και να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά. Αυτό που "καίει" πάντως τους καταναλωτές είναι τελικά αν θα βγουν κερδισμένοι ή αν θα βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη. Ο Δρ. Γιώργος Στάμτσης, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας, μιλά στο energymag.gr για το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε στην αγορά αλλά και το πως θα διαμορφωθούν οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος το 2024. Την ίδια ώρα, σχολιάζει την ανάγκη απελευθέρωσης κατειλημμένου ηλεκτρικού χώρου προκειμένου να γίνουν οι βιώσιμες πράσινες επενδύσεις.
- Ποια είναι η εκτίμησή σας για τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος αυτή τη χρονιά;
Στις αρχές αυτής της εβδομάδας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τις προβλέψεις της για την εξέλιξη των τιμών αερίου και ηλεκτρισμού στην Ένωση κατά τη διετία 2024-2025. Στο συνοδευτικό κείμενο τονίζει ότι οι τιμές έχουν μειωθεί σε σχέση με τις πολύ υψηλές τιμές που βιώσαμε το 2022 αλλά θα παραμείνουν υψηλότερες, καθ’ όλο το διάστημα της πρόβλεψης, σε σχέση με τις τιμές στις οποίες είχαμε συνηθίσει πριν την πανδημία. Είναι αυτή η κατάσταση που πολλοί ονομάζουμε νέα κανονικότητα. Για την ηλεκτρική ενέργεια αυτή η κατάσταση δίνει τιμές στη βασική χονδρική αγορά, δηλαδή την προημερήσια αγορά, που είναι περί των 90-130 Ευρώ ανά μεγαβατώρα. Κάπου εκεί θα κινηθεί η ελληνική αγορά το 2024, ίσως περισσότερο στο κάτω μισό αυτού του εύρους παρά στο άνω μισό.
- Λειτουργεί το μοντέλο με τα νέα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος;
Η αγορά λιανικής στη χώρα μας λειτούργησε για όλο το διάστημα της κρίσης υπό καθεστώς ισχυρών ρυθμιστικών παρεμβάσεων, κάποιοι το ονομάζουν και υπερρύθμιση, και μεγάλων, οριζόντιων επιδοτήσεων. Από τις αρχές του νέου χρόνου το τοπίο άλλαξε και η αγορά προσπαθεί να ξαναβρεί βηματισμό σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δεν είναι εύκολη αυτή η μετάβαση, ούτε για τις εταιρείες ούτε για τους καταναλωτές, και θα κρατήσει λίγο καιρό. Το σημαντικό είναι να μην έχουμε ξανά νέες νομοθετικές-ρυθμιστικές αλλαγές του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς ώστε να μπορεί να γίνει ομαλά ο σχεδιασμός από την πλευρά των συμμετεχόντων και να ξέρουν και οι καταναλωτές τι να ψάξουν. Πάντως πρέπει να σημειώσουμε ότι μόλις απομακρύνθηκαν οι οριζόντιες επιδοτήσεις και αφέθηκε ξανά ο ανταγωνισμός να λειτουργήσει —και παρά την ισχυρή παρέμβαση που συνιστά η παράλληλη, πρόσκαιρη, παρουσία ενός υποχρεωτικού τύπου τιμολογίου— οι τιμές μειώθηκαν προς όφελος των καταναλωτών.
- Μπορεί η κρίση στην Ερυθρά θάλασσα να επηρεάσει και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου;
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον όχι όσον αφορά μια αυξητική τάση στις τιμές αερίου στην Ευρώπη. Αυτό είναι διαφορετικό σε σχέση με ό,τι συνέβη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη συνεπακόλουθη μεγάλη μείωση των ποσοτήτων ρωσικού αερίου που εισέρχεται στην παγκόσμια αγορά. Στην περίπτωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή δεν έχουν μειωθεί, τουλάχιστον όχι ακόμη, οι ποσότητες αερίου που εξάγονται από την περιοχή. Βέβαια, κάποια πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου μπορεί να αλλάξουν ρότα και αντί του Σουέζ να κάνουν τον περίπλου της Αφρικής. Αυτό έχει επίπτωση στο κόστος μεταφοράς αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν μειώνει τις ποσότητες αερίου που διακινούνται. Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε μάλιστα και μια μείωση των τιμών αερίου στην Ευρώπη. Πιθανώς αυτό οφείλεται στους φόβους για ύφεση ή επιβράδυνση της ανάπτυξης που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.
- Ποια είναι η κατάσταση όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού για τον ηλεκτρισμό στην Ελλάδα;
Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μίγμα ηλεκτρισμού είναι μεγάλη και επιταχυνόμενη. Ήδη καλύπτουν περίπου το μισό της ζήτησης και το ΕΣΕΚ προβλέπει να φτάσουν το 75%-80% το 2030. Αυτό σημαίνει ότι η ηλεκτρική ενέργεια που απομένει να καλυφθεί από τις πηγές διαθέσιμης ισχύος, όπως οι μονάδες αερίου, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, η αποθήκευση και η απόκριση ζήτησης θα είναι περιορισμένη και θα βαίνει μειούμενη. Αυτές όμως οι τεχνολογίες είναι απαραίτητες σε αυτή τη φάση της ενεργειακής μετάβασης γιατί καλύπτουν καθημερινά τη διακύμανση στην παραγωγή των φωτοβλταϊκών και των αιολικών και γιατί καλύπτουν τις εποχιακές αιχμές της ζήτησης το καλοκαίρι και τον χειμώνα. Επομένως ενώ οι διαθέσιμες πηγές ισχύος είναι και θα είναι απαραίτητες, δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμες. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα βρίσκεται στην άμεση δημιουργία μιας μακροχρόνιας αγοράς διαθέσιμης ισχύος στην Ελλάδα. Αυτή η αγορά θα συμπληρώσει τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρισμού και θα λειτουργεί παράλληλα με την προημερήσια αγορά, την ενδοημερήσια αγορά και την αγορά εξισορρόπησης. Επειδή αυτό είναι ένα απαιτητικό έργο, χρειάζεται να υπάρχει συστηματικός συντονισμός όλων των αρμόδιων φορέων από το Υπουργείο Ενέργειας και συνεπώς πρέπει άμεσα να οριστεί ομάδα έργου και ο επικεφαλής της και να ακολουθηθεί ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που θα επιτύχει τη λειτουργία της νέας αγοράς διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος εντός του 2025.
- Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που παρουσιάζονται στην αγορά ενέργειας είναι αυτό της διαχείρισης ηλεκτρικού χώρου, την ώρα που έργα πολλαπλάσια των αναγκών μας βρίσκονται στην αναμονή. Το ΥΠΕΝ επιχειρεί να βάλει μία τάξη. Είναι αρκετό;
Κοιτάξτε, ο σχεδιασμός όλων των κυβερνήσεων την τελευταία δεκαετία προβλέπει μια πολύ μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρισμού. Οι προβλέψεις, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας που πέρασε, για το 2030 ήταν ότι η εγκατεστημένη ισχύς φωτοβολταϊκών και αιολικών θα είναι από διπλάσια έως τετραπλάσια της μέσης ισχύος ζήτησης που εμφανίζεται στο ελληνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να υπάρχουν ισχυρά, ευέλικτα και έξυπνα δίκτυα στο εσωτερικό της χώρας που θα επιτρέψουν τη σύνδεση των δεκάδων γιγαβάτ ανανεώσιμων πηγών και ισχυρές διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις που θα επιτρέψουν την εξαγωγή της περίσσειας ανανεώσιμης ενέργειας στη διάρκεια χιλιάδων ωρών κάθε έτος. Όμως τα προηγούμενα χρόνια δεν δόθηκε η πολιτική βαρύτητα που έπρεπε σε αυτά τα δύο θέματα με αποτέλεσμα ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των απαιτούμενων έργων να μην παρουσιάσει την απαιτούμενη ταχύτητα. Έτσι, σήμερα, αφενός είμαστε αναγκασμένοι στην Ελλάδα να περικόπτουμε συχνά την παραγωγή από ΑΠΕ και αφετέρου δυσκολευόμαστε να συνδέσουμε νέα έργα ανανεώσιμης ενέργειας γιατί δεν επαρκεί ο ηλεκτρικός χώρος. Το συμπέρασμα είναι ότι ναι, είναι απαραίτητες οι τωρινές κινήσεις από την πλευρά του ΥΠΕΝ αλλά εάν δεν επενδύσουμε στην επέκταση και αναβάθμιση των δικτύων και εάν δεν κατασκευάσουμε ηλεκτρική λεωφόρο για την εξαγωγή της ανανεώσιμης ενέργειας προς την Κεντρική Ευρώπη το πρόβλημα του ηλεκτρικού χώρου δεν θα λυθεί και θα συνιστά μεγάλο εμπόδιο στην επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων της Ελλάδας.